5 Οκτωβρίου 2024

Στο Μουσείο Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συνέντευξη με την Ιστορικό Τέχνης Ειρήνη Σαββανή.

Η Ειρήνη Σαββανή, Ιστορικός Τέχνης,
επιμελήτρια της έκθεσης «Το Λάβαρο του Πανεπιστημίου Αθηνών: σύγχρονες
εικαστικές προσεγγίσεις» μας ξεναγεί στο ξεχωριστό Ιστορικό Μουσείο του
Πανεπιστημίου Αθηνών, Θόλου 5 στην Πλάκα, και συγχρόνως μας οδηγεί στα άδυτα
ενός ξεχωριστού εικαστικού εγχειρήματος, σ’ ένα ταξίδι, από τον 19ο
αιώνα έως και σήμερα. Το Λάβαρο του Πανεπιστημίου, μοναδικό στο είδος του έργο
Τέχνης που φιλοτέχνησε ο Γύζης κατόπιν παραγγελίας της Συγκλήτου, παραμένει σε
περίοπτη θέση στις προθήκες του Μουσείου και καλεί να το γνωρίσουμε από κοντά,
130 χρόνια μετά τη δημιουργία του.
Ζ.Κ. Ειρήνη,
θα ήθελα να μου πεις λίγα λόγια για τα μόνιμα εκθέματα του Μουσείου αλλά και
για την ιστορία του κτηρίου από την κατασκευή του έως και σήμερα.


Ε.Σ. Τα περισσότερα
εκθέματα είναι του 19ου αιώνα, αφιερωμένα στη θεμελίωση της
τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στη χώρα μας, μιας κι εδώ είναι ένα ιστορικό κτήριο,
εδώ στεγάστηκε το πρώτο Πανεπιστήμιο της ανεξάρτητης Ελλάδας. Λειτούργησε γι’
αυτόν τον σκοπό από το 1837 έως και το 1841, στεγάζοντας τις τέσσερις πρώτες
σχολές: την Θεολογική, την Ιατρική, τη Νομική και τη Φιλοσοφική.
Πρόκειται για ένα από τα παλαιότερα κτίσματα
της Αθήνας αλλά και εκ των μεγαλυτέρων της εποχής του. Οι απαρχές του φθάνουν
στον 13ο με 14ο αιώνα. Τα εξωτερικά τείχη που το
περιβάλλουν ανάγονται στους Φράγκικους χρόνους. Αγοράστηκε το 1831 από τον
πρώτο πολεοδόμο της Αθήνας, τον Σταμάτιο Κλεάνθη, ο οποίος βρέθηκε εδώ κατόπιν
εντολής του Ιωάννη Καποδίστρια. Ο Κλεάνθης σπούδασε στο Βερολίνο μαζί με τον
Σάουμπερτ και ήρθαν μαζί για να φτιάξουν το πρώτο πολεοδομικό σχέδιο της πόλης.
Έτσι, εδώ εκτός από την κατοικία των δύο ανδρών στεγάστηκε και το αρχιτεκτονικό
τους γραφείο.
Όλα τα μόνιμα εκθέματα που βρίσκονται εδώ
σήμερα προέρχονται από τα αρχεία των επιμέρους σχολών του Εθνικού
Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Τα πορτραίτα των επιφανών καθηγητών είναι
έργα που δόθηκαν ως παραγγελίες από το Πανεπιστήμιο σε Έλληνες
εικαστικούς και φιλοτεχνήθηκαν για να κοσμούν τους χώρους του Ιδρύματος, ενώ
ένα μεγάλο μέρος προέρχεται από δωρεές αλλά και από αγορές του Πανεπιστημίου,
στις περιπτώσεις που κάτι σχετίζεται άμεσα με την ιστορία και την εξέλιξή του.
Το Μουσείο με τη σημερινή του μορφή υπάρχει από το 1987, όταν εγκαινιάστηκε κι
επίσημα και συνεχίζει να λειτουργεί μέχρι και σήμερα γι’ αυτόν τον σκοπό.
Ζ.Κ. Πόσο
δύσκολο είναι ένα κτήριο με τόσο μεγάλη ιστορία, να μεταμορφώνεται σε χώρο
έκθεσης σύγχρονης Τέχνης;
Ε.Σ. Υπάρχει τεράστια
δυσκολία σε αυτό διότι πρέπει να τηρηθούν ορισμένοι κανόνες. Το κτήριο από μόνο
του αποπνέει σεβασμό και δέος, το ίδιο συμβαίνει και με άλλους ιστορικούς
χώρους. Τα έργα δεν πρέπει απλά να ενσωματώνονται στον χώρο αλλά να δημιουργούν
μια κατάσταση συνομιλίας, περάσματος από το παρελθόν στο παρόν, δίχως να
επηρεάζεται ο καθαυτός ρόλος του Μουσείου. Η ιστορία πρέπει να παραμένει
ζωντανή, να την αποδεχόμαστε με σοβαρότητα και κάθε φορά που καλούμαστε να
κάνουμε την οποιαδήποτε παρέμβαση αυτό πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη σύνεση
και προσοχή. Έτσι έγινε και σ’ αυτήν την περίπτωση και νομίζω πως αυτό φαίνεται
εκ του αποτελέσματος.
Ζ.Κ. Ίσως
το σημαντικότερο έκθεμα του Μουσείου είναι το «Λάβαρο». Αποτελεί έμβλημα και
σημείο αναφοράς της ιστορίας του Πανεπιστημίου αλλά και της Αθήνας. Θα ήθελες
να μας μιλήσεις γι’ αυτό
;
Ε.Σ. Το Λάβαρο
φιλοτεχνήθηκε από τον Νικόλαο Γύζη σε συνεργασία με τον Ιακωβίδη ο οποίος φιλοτέχνησε τη γλαύκα, με αφορμή τα
50 χρόνια από την ίδρυση του Ιδρύματος. Αυτό έγινε το 1887, αφού όπως σου
ανέφερα και νωρίτερα, το Πανεπιστήμιο ιδρύθηκε το 1837 και στεγάστηκε για πρώτη
φορά εδώ σε αυτόν τον χώρο. Η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου ανέθεσε την κατασκευή
του Λαβάρου, στέλνοντας δυο πανομοιότυπες επιστολές στους καλλιτέχνες, ζητώντας
τους ν’ αναλάβουν το έργο, δίνοντάς τους συγχρόνως συγκεκριμένες οδηγίες για τη θεματολογία του, αναφέροντας τους και τα χαρακτηριστικά που θα ήθελαν να έχει. Τα
σχέδια αυτών των επιστολών καθώς και η απάντηση του Γύζη προς τη Σύγκλητο
υπάρχουν στις προθήκες του Μουσείου μας.
Το Μουσείο φιλοξενεί επίσης εκτός από το
Λάβαρο και το αρχικό του σχέδιο το οποίο από μόνο του είναι αριστουργηματικής
υφής έργο Τέχνης. Ο Γύζης επίσης, δύο χρόνια αργότερα ανέλαβε την επίβλεψη
και 300 αναμνηστικών μεταλλίων, με εντολή και πάλι της Συγκλήτου, μετάλλια τα
οποία σχεδίασε ο Ιωάννης Βιτάλης – Βιδάλης και τη χάραξη έκανε ο
Borsch.
Την περίοδο που ο καλλιτέχνης εργαζόταν για
την κατασκευή του Λαβάρου δόθηκε ψυχή τε και σώματι σε αυτήν του τη
δραστηριότητα, δίχως περισπασμούς και έξωθεν παρεμβάσεις. Παρόλα αυτά, κατά την
παρουσίαση του Λαβάρου το 1887 ο Τύπος της εποχής και κάποια μερίδα κόσμου
στράφηκαν ιδιαίτερα αρνητικά κατά του έργου αλλά και των δημιουργών του.
Χαρακτηριστικό ήταν το δημοσίευμα με τίτλο πομπή και υπογραφή «Αμφικτύων» στην εφημερίδα «Επιθεώρηση»,
όπου ο συντάκτης κόσμησε με πλήθος επιθέτων ακόμα και τη μορφή της Αθηνάς, η
οποία κατά τη γνώμη του ομοίαζε με βάρβαρη
Περσίδα
και όχι Θεά της Ελληνικής Μυθολογίας, ενώ η Τέχνη – ανέφερε πως
είχε – Αιθιοπικά χαρακτηριστικά και όχι αυτά της ανεπτυγμένης Δυτικής Ευρώπης.
Όλα αυτά σε μια δύσκολη εποχή για την Ελλάδα, όπου η καλλιτεχνική εκπαίδευση
και η παιδεία περί των εικαστικών και γενικότερα των Τεχνών ήταν σχεδόν ανύπαρκτη
.
Ζ.Κ. Η
πρώτη προσέγγιση με τους συμμετέχοντες εικαστικούς στην έκθεση αυτή πως έγινε;
Το αρχικό πλάνο καταστρώθηκε εξ ολοκλήρου από εσένα;
 Ε.Σ. Ναι αυτό έγινε. Η πρώτη μου σκέψη ήταν να
φέρω σε άμεση επαφή τους επιλεγμένους εικαστικούς με το ίδιο το Λάβαρο. Πριν από
αυτό όμως είχα ήδη καταλήξει στο ποιοι θα συμμετέχουν σε αυτό το τόσο δύσκολο
εγχείρημα. Επρόκειτο για μια δύσκολη διαδικασία αφού είχα να επιλέξω ανάμεσα σε
δεκάδες καταξιωμένους και εξαιρετικά εμπνευσμένους ανθρώπους, οι οποίοι
διαπρέπουν ο καθένας στον τομέα που έχει διαλέξει να υπηρετεί εντός του
εικαστικού στερεώματος. Δυστυχώς πάντα σε αυτό αρνητικός παράγων είναι ο χώρος,
αφού κι εδώ ο χώρος μας είναι περιορισμένος, κι επιπλέον υπάρχει ήδη στημένο
ένα Μουσείο το οποίο πρέπει να τύχει κάθε σεβασμού. Έτσι, οι εικαστικοί που
επιλέχθηκαν κλήθηκαν όχι απλά να συμμετέχουν σε μια έκθεση αλλά ακόμα
περισσότερο ν’ αποδεχθούν τις δυσκολίες του εγχειρήματος, τους περιορισμούς και
τα προαπαιτούμενα που τέθηκαν εξ αρχής. Νομίζω πως όλα πήγαν κατ’ ευχή και όλοι
σήμερα είμαστε χαρούμενοι με το αποτέλεσμα. Πρέπει να σου πω πως αισθάνομαι
δικαιωμένη, και όσα παρουσιάζονται σήμερα στην έκθεση ξεπέρασαν κάθε μου προσδοκία.
Όλοι οι εικαστικοί κατάφεραν να συνομιλήσουν με τον Γύζη και το έργο του, και
αυτό είναι επίτευγμα μοναδικό, ανεκτίμητης αξίας.


Ζ.Κ. Το Λάβαρο είναι έργο μιας άλλης εποχής, του 19ου αιώνα. Σήμερα ζούμε κάτι τελείως διαφορετικό. Πως γίνεται η σύμπλεξη των δύο αυτών εποχών, του τότε και του σήμερα;
Ε.Σ. Το Λάβαρο όντως φιλοτεχνήθηκε σε μια τελείως διαφορετική εποχή, κάτω από άλλες συνθήκες, με τελείως διαφορετικά δεδομένα. Από μόνο του αποτέλεσε ίσως τον κρίκο της ένωσης του 19ου αιώνα με τον 20ο και την εποχή του Μοντερνισμού. Σήμερα υπάρχει αυτή η τάση του επαναπροσδιορισμού της εποχής εκείνης, όπου φαίνεται πως έλαβε σοβαρά υπόψη την αρχαιότητα, ως απαρχή για να δημιουργήσει εθνική ταυτότητα και συνείδηση.
Το ίδιο το Πανεπιστήμιο επέλεξε τη Θεά Αθηνά ως σύμβολο και σημείο αναφοράς, ενσκήπτοντας στους μύθους της αρχαιότητας και της μακραίωνης Ελληνικής ιστορίας. Τίποτα δεν έγινε τυχαία. Φτιάχνοντας κάτι από το παρελθόν υπήρχε η βούληση να υποστηριχθεί το τότε παρόν αλλά και το μέλλον. Αυτό γίνεται κι από μας σήμερα. Οι εικαστικοί που συμμετέχουν στην έκθεσή μας είναι όλοι βαθύτατοι γνώστες της ιστορίας του τόπου.

Ζ.Κ. Τα έργα είναι όλα εξαιρετικά. Η συνομιλία με την ιστορία φαίνεται πως ήδη έχει ξεκινήσει καιρό τώρα. Εσύ πόσο έντονα το αντιλαμβάνεσαι αυτό;
Ε.Σ. Μπαίνοντας στον χώρο «πέφτω» κατευθείαν πάνω στο Λάβαρο και το αρχικό του σχέδιο. Το βλέμμα μου προχωρά ασυναίσθητα και συναντά το έργο του Αντώνιου και αμέσως μετά τα λάβαρα του Ψυχοπαίδη. Στο βάθος κυρίαρχο φαίνεται το λάβαρο της Σιατερλή. Όλα αυτά με μια συνεχόμενη ματιά! Η συνομιλία ήταν το ζητούμενο για μένα και τα έργα μπαίνοντας στο Μουσείο απέκτησαν μια αφηγηματικού χαρακτήρα παρουσία, κάνοντας τη θεωρία πράξη.
Συνεχίζοντας στον πάνω όροφο του Μουσείου, εκεί όπου υπάρχουν και τα υπόλοιπα έργα η διαδρομή συνεχίζεται και αντιλαμβάνομαι περισσότερο πως κάθε έργο θέλει τον δικό του τρόπο προσέγγισης και τη δική του ιδιαίτερη ματιά. Αυτό πρέπει να συμβαίνει πάντα για να προβάλλεται και ν’ αντιλαμβάνεσαι τη μαγεία της όποιας Τέχνης. Στην προκειμένη περίπτωση εγώ το βλέπω ξεκάθαρα αυτό και γι’ αυτόν τον λόγο σου είπα πως αισθάνομαι απόλυτα δικαιωμένη από το αποτέλεσμα.
Ζ.Κ. Κυρίαρχος ο διάλογος του παρελθόντος με το παρόν. Μόνο έτσι προχωράμε μπροστά;
Ε.Σ. Σαφέστατα, δε γίνεται διαφορετικά, η ιστορία επαναλαμβάνεται. Ακόμα και στην προσωπική σου ζωή να το δεις, θα καταλάβεις το πόσο σημαντικό είναι αυτό. Διδάσκεσαι από το παρελθόν, το λαμβάνεις ως δίδαγμα, ως εμπειρία, ως γνώση και έτσι σχεδιάζεις το μέλλον. Η ιστορική πραγματικότητα διδάσκει αυτό ακριβώς. Δε μπορείς να δημιουργήσεις τίποτα, δίχως να ανατρέξεις στο παρελθόν των πραγμάτων, γιατί διαφορετικά αυτό που θα φτιάξεις δε θα έχει καμία τύχη. Πρέπει να γνωρίζεις καλά, να έχεις αποθηκεύσει γνώση και αυτά τα στοιχεία να τα χρησιμοποιήσεις γι’ αυτό το καινούργιο που ετοιμάζεις.
Εδώ σε μας αυτό το βλέπεις με την πρώτη ματιά λοιπόν. Ήθελα τα έργα των καλλιτεχνών να ενσωματωθούν και να διαλεχθούν με την ιστορία, με τον Γύζη, τον Ιακωβίδη, το ιστορικό μας κτήριο και όσους πέρασαν μέσα απ’ αυτό. Βλέπεις, τα έργα δεν «κλωτσούν», δε φαίνονται ξένα και παρείσακτα, αλλά σχετικά με όλα τα υπόλοιπα, αποκτώντας μια απρόσμενη οικειότητα με την ιστορία με την ιστορία και το παρελθόν που όσο κι αν φαίνεται μακρινό και απρόσιτο παραμένει ζωντανό, μέσα από τις δημιουργίες, τις εικόνες και τα έργα.

Ζ.Κ. Υπάρχουν κατά τη γνώμη σου βάσεις παιδείας για τη σύγχρονη Τέχνη στην Ελλάδα;

Ε.Σ. Πιστεύω πως όχι. Το εκπαιδευτικό μας σύστημα δεν καλλιεργεί ούτε προωθεί κάτι τέτοιο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το ευρύ κοινό να μη θεωρεί δεδομένα πράγματα που για έναν άλλο Ευρωπαίο είναι αυτονόητα. Μια οικογενειακή βόλτα στα Μουσεία ή τις γκαλερί είναι απαραίτητη για τη μέση Γαλλική οικογένεια, ενώ για τους Έλληνες δεν ισχύει. Και δε μιλώ για επίσκεψη σε κάτι εξειδικευμένο όπως π.χ. το Ε.Μ.Σ.Τ. ή την Εθνική Πινακοθήκη αλλά για κάποιο οποιοδήποτε Μουσείο ή χώρο Τεχνών, εικαστικών ή μη. Μας διαφεύγει πλήρως το γεγονός πως διαθέτουμε κάποια απ΄ τα καλύτερα Μουσεία στον κόσμο και αυτό αποδεικνύει πως δεν έχουμε δημιουργήσει σε καμιά περίπτωση εικαστική καλλιτεχνική συνείδηση. Το εκπαιδευτικό σύστημα δε βοηθά δυστυχώς σ΄ αυτό.
Ωστόσο το Μουσείο μας στα πλαίσια των εκπαιδευτικών του δραστηριοτήτων και προγραμμάτων που διοργανώνει, υποδεχόμενο μαθητές και κοινό όλων των ηλικιών, προσπαθεί να διαδώσει το μήνυμα και τη γνώση, κάνοντας τη πιο προσιτή σε όλους, ακόμα και αυτή που αφορά τη σύγχρονη Τέχνη, ένα αντικείμενο ιδιαίτερα δύσκολο για το Ελληνικό κοινό που ενδιαφέρεται για τις Τέχνες.
Ζ.Κ. Βλέπεις πνευματικές συγγένειες των σημερινών εικαστικών με τον Γύζη και την εποχή του;
Ε.Σ. Πέραν όλων των άλλων αυτό υπήρξε από την αρχή ως μια επιπλέον πρόκληση για μένα, η οποία μ’ ενδιέφερε να εξερευνήσω. Ο Γύζης υπήρξε πρωτοπόρος σε όλα! Το να προσεγγίσει κάποιος το έργο του δεν αποτελεί απλά πρόκληση αλλά στόχο ζωής. Η αναγνώριση της προσφοράς, του ήθους του, της αξίας του, όχι μόνο ως καλλιτέχνη αλλά και ως ανθρώπου ήταν και παραμένει στοιχείο προς έρευνα, που καλούμαστε να διερευνήσουμε, αν πραγματικά ενδιαφερόμαστε για την Τέχνη, την ιστορία της και το έργο όσων άφησαν ισχυρή παρακαταθήκη. Η σχέση Ελλάδας – Ευρώπης είναι σοβαρή παράμετρος η οποία απασχολεί σήμερα – όσο ποτέ άλλοτε – Έλληνες και Ευρωπαίους στοχαστές και Ιστορικούς και αυτό θα ήθελα ν’ απασχολεί ταυτόχρονα και τους συμμετέχοντες εικαστικούς στην έκθεσή μας, αλλά όχι μόνον αυτούς.
Ζ.Κ. Ποιος θεωρείς ότι είναι ο ρόλος του Ιστορικού Τέχνης που καλείται να επιμεληθεί μια έκθεση;
Ε.Σ. Θεωρώ πως εμείς είμαστε η γέφυρα επικοινωνίας μεταξύ της έκθεσης, των έργων, των καλλιτεχνών και του κόσμου, που επισκέπτεται τον χώρο. Δε θεωρώ πως πρέπει να έχουμε τον ρόλο του καθοδηγητή της σκέψης του κοινού αλλά να του δώσουμε τα κατάλληλα ερεθίσματα, προκειμένου να στήσει δικές του γέφυρες επικοινωνίας, με τον εκθεσιακό χώρο και τα έργα. Επιπλέον, με αυτόν τον τρόπο προβάλλεται και προάγεται η γνώση και προτρέπεται η έρευνα αλλά και η μελέτη.
Ζ.Κ. Εν έτη 2017 θεωρείς πιθανό να γινόταν ανάθεση έργου αντίστοιχου με αυτό που ανατέθηκε στον Γύζη;
Ε.Σ. Αν εννοείς την κατασκευή κάποιου λαβάρου για ένα νέο Πανεπιστημιακό ίδρυμα το θεωρώ σχεδόν ουτοπικό σαν ιδέα και μόνο. Το λάβαρο αποτελεί σύμβολο και έμβλημα. Στη σημερινή εποχή η ιδέα του εμβλήματος τείνει να χαθεί τελείως, αν δεν έχει ήδη χαθεί. Πιθανότερη θα μου φαινόταν η ανάθεση έργου κατασκευής ενός απλού λογότυπου που θα χρησιμοποιούνταν ως «εμπορικό» σήμα, που θα βοηθούσε πολύ στην αναγνωρισιμότητα και τη δημόσια εικόνα του φορέα. Νομίζω πως το Πανεπιστήμιο Αθηνών εκείνη την εποχή – που πρωτοξεκίνησε – έκανε ότι καλύτερο μπορούσε να γίνει σε αυτόν τον τομέα.
Ζ.Κ. Το 2011 παρουσιάστηκε η έκθεση “SanatorioProject” στα Χάνια Πηλίου. Στη συνέχεια η ίδια έκθεση «μετακόμισε» και στο εδώ Μουσείο. Κλείνοντας, θα ήθελες να μου πεις δυο λόγια και γι’ αυτήν;
Ε.Σ. Τον Ιανουάριο του 2011 ξεκίνησε ως ιδέα και τον Αύγουστο του ίδιου έτους πραγματοποιήθηκε αυτό το πολύ φιλόδοξο εγχείρημα. Ένα ταξίδι που συνεχίστηκε τον Οκτώβριο του 2012 στην Αθήνα, εδώ, στον χώρο που βρισκόμαστε σήμερα. Την επιμέλεια στην έκθεση του σανατορίου έκαναν οι Μαρία Ανδρομάχη Χατζηνικολάου και ο Νίκος Ποδιάς ενώ όσον αφορά αυτή στον χώρο του Μουσείου την ευθύνη της επιμέλειας ανέλαβα εγώ.
Δεσπόζουσα φυσιογνωμία εξαρχής ο γιατρός Γεώργιος Καραμάνης, πρωτοπόρος στον αγώνα κατά της Φυματίωσης, μοναδικός ως άνθρωπος, αφού ξεχώριζε για το ήθος και την αγάπη του προς τον συνάνθρωπο. Ο Γεώργιος Καραμάνης δεν ήταν ένας απλός επιστήμονας που έδινε οδηγίες και χορηγούσε φάρμακα, αλλά έστεκε ακλόνητος βράχος υποστήριξης όλων όσων τον είχαν ανάγκη. Ασκητική φιγούρα έως και το τέλος της ζωής του.
Το μεγαλείο της ψυχής και του χαρακτήρα του το έδειξε ακόμα περισσότερο όταν ο Άγγελος Σικελιανός του πήρε ότι αγαπούσε περισσότερο: τη γυναίκα του Άννα. Ο Καραμάνης στάθηκε και συμπεριφέρθηκε με περίσσια αξιοπρέπεια απέναντι στον αντίζηλό του αλλά και την Άννα. Το αρχειακό υλικό που διασώθηκε το επιβεβαιώνει πλήρως, αφού ως φαίνεται ο Καραμάνης αφότου ξεπέρασε το πρώτο σοκ του χωρισμού και της «αρπαγής» ουσιαστικά της συζύγου του από τον Σικελιανό, έκτοτε είχε και τους δυο υπό την προστασία του.
Όσον αφορά το Project καθαυτό ολοκληρώθηκε με πάρα πολλή προσωπική εργασία των εικαστικών που συμμετείχαν, οι οποίοι όχι μόνο δημιούργησαν εικαστικά έργα εξαιρετικά αλλά εντρύφησαν, ερεύνησαν και μελέτησαν για χρόνο πολύ, όσα θα μπορούσαν να τους δώσουν πληροφορίες και υλικό, προκειμένου να παρουσιάσουν αυτό το κάτι παραπάνω. Η in situ έκθεση στο ίδιο το σανατόριο μεταφέρθηκε στο Μουσείο έχοντας ως σκεπτικό πάντα το ίδιο πράγμα: τη σύνδεση του ιστορικού παρελθόντος με το παρόν, μεταφέροντας όχι μόνο εικόνες μιας άλλης εποχής στο σήμερα, αλλά ζωντανεύοντας το χθες, μέσα από τα αντικείμενα, ευρήματα, τα πρόσωπα και τις μαρτυρίες που έφθασαν και συνεχίζουν ακόμα και σήμερα να φτάνουν σε μας. Αυτή η έκθεση ξύπνησε σ’ όλους μας αμέτρητα συναισθήματα και το κοινό δήλωσε εντυπωσιασμένο. Ελπίζω να μπορέσω να συνεχίσω και στο μέλλον το «στήσιμο» τέτοιου είδους εκθέσεων, δίνοντας στον κόσμο την ευχαρίστηση να πλησιάσει όσο το δυνατόν πιο κοντά τις εικαστικές Τέχνες, να μάθει την Ιστορία και ν’ αγαπήσει τους συντελεστές που τη δημιούργησαν._
Η έκθεση «Το Λάβαρο του Πανεπιστημίου Αθηνών: σύγχρονες εικαστικές προσεγγίσεις» θα παραμείνει ανοικτή για το κοινό έως και τις 31 Δεκεμβρίου 2017, στο Μουσείο Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Θόλου 5 στην Πλάκα.