Συνέντευξη με την επιμελήτρια της ομαδικής εικαστικής έκθεσης “Tidal Flow Revisited” ( 15 – 31 Μαΐου στη Δημοτική Πινακοθήκη Πειραιά ) Τζέννυ Τσουμπρή.

Η επιμελήτρια της ομαδικής εικαστικής έκθεσης “Tidal Flow Revisited”
Τζέννυ Τσουμπρή
με τον αρχισυντάκτη του www.itsonlyarts.com Ζώη Σπ. Κουτρούλη

Η Τζέννυ Τσουμπρή σπούδασε Ιστορία Αρχαιολογία
και πολύ γρήγορα μετά το τέλος των σπουδών της συνειδητοποίησε την ανάγκη της
ν’ ασχοληθεί αποκλειστικά με τις εικαστικές Τέχνες. Ως επιμελήτρια εκθέσεων (
curator
) αυτό που αναζητά είναι εναλλακτικοί χώροι παρουσίασης της Τέχνης, χώρους τους
οποίους διαμορφώνει όπως εκείνη έχει οραματιστεί, δημιουργώντας τις κατάλληλες
προϋποθέσεις για ολοκληρωμένα και άρτια εικαστικά
projects. Η σύγχρονη Τέχνη
είναι αυτή που της τροφοδοτεί τα όνειρα και γι’ αυτήν μελετά και διευρύνει το
γνωστικό της πεδίο καθημερινά, έτσι ώστε κάθε της νέα δουλειά να είναι καλύτερη
απ’ την προηγούμενη.

Στη συνέντευξη που ακολουθεί η επιμελήτρια της
ομαδικής έκθεσης “Tidal Flow Revisited” ξετιλύγει
το κουβάρι που ενώνει τους συντελεστές, τα έργα τους, τον σκοπό και τις
διαδικασίες, προκειμένου να γνωρίσουμε όσο το δυνατόν καλύτερα από πριν τα όσα
θα δούμε αλλά και θ’ ακούσουμε από τις 15 έως και τις 31 Μαΐου στη Δημοτική
Πινακοθήκη Πειραιά.
Ζ.Κ. Θα
χαρακτήριζες την Tidal Flow Revisited
ως προς την ταυτότητά της ως μια αμιγώς έκθεση σύγχρονης Τέχνης;
Τ.Τ. Απολύτως και όχι μόνο αυτό. Είναι μια έκθεση
παραγωγής σύγχρονης Τέχνης, που μπορεί ν’ ανταγωνιστεί ισότιμα εκθέσεις όπου
συμμετέχουν ξένοι εικαστικοί και συμβαίνουν στο εξωτερικό: Βρετανία, Γερμανία,
Γαλλία, Η.Π.Α.. Η σύγχρονη Ελληνική παραγωγή Τέχνης μπορεί να συναγωνιστεί τους
πάντες! Έχουμε θησαυρούς αναξιοποίητους και ιδιαίτερα πολύτιμους, που απλά δεν
τους διαχειριζόμαστε σωστά. Η πολιτεία ότι και να κάνει δε μπορεί να δώσει
παραπάνω από ένα σημείο. Εμείς είμαστε αυτοί που πρέπει να προσπαθήσουμε
περισσότερο. Η εμπειρία στον χώρο αυτό μου έχει δείξει.
Ζ.Κ. Ο
χώρος που έγινε η πρώτη φάση της Tidal
Flow ήταν ιδιαίτερα «εναλλακτικός»,
ένα συνεργείο σκαφών θαλάσσης. Πως
προέκυψε αυτό, έχοντας ως δεδομένο πως το δεύτερο μέρος – η συνέχεια – θα
«στηθεί» σε λίγες ημέρες σ’ έναν κατεξοχήν εκθεσιακό χώρο, στη Δημοτική
Πινακοθήκη Πειραιά;
Τ.Τ. Η Τέχνη πρέπει να συναντά τον θεατή και
όχι τ’ ανάποδο. Κάνω εκθέσεις σε εναλλακτικούς χώρους και πολλές φορές έξω, στο
φυσικό περιβάλλον. Έχω κάνει παραλίμνια έκθεση, έκθεση σε λιμάνι και δε θα
διστάσω να χρησιμοποιήσω οποιονδήποτε άλλο χώρο που θα νομίζω πως μπορεί να
γίνει εκθεσιακός, πάντοτε σεβόμενη τη χωροταξία, την ιστορία, τη φύση και τους
όποιους κανόνες διέπουν την εύρυθμη λειτουργία ή την ύπαρξή του. Αυτό συνέβη
και με την Tidal Flow. Το συνεργείο σκαφών
μου δόθηκε ένα Σαββατοκύριακο, πριν ακριβώς από τα εγκαίνια του, ως χώρος
συντήρησης κι επισκευής σκαφών θαλάσσης. Σήμερα αυτή η έκθεση δε θα μπορούσε να
γίνει διότι ο ίδιος χώρος είναι διαφορετικά διαμορφωμένος. Η Δημοτική
Πινακοθήκη του Πειραιά προέκυψε μετά από δική τους πρόταση, από εμπνευσμένους
ανθρώπους του χώρου και σε καμία περίπτωση δε θα μπορούσα ν’ αρνηθώ. Το ίδιο θα
συμβεί και στη Σύρο τον Σεπτέμβριο, όπου θα παρουσιάσουμε το τρίτο μέρος της
έκθεσης στην εκεί Πινακοθήκη.
Ζ.Κ. Χρησιμοποιείς
για τις εκθέσεις σου μη συμβατικούς, εναλλακτικούς χώρους ή τουλάχιστον αυτός
είναι πάντα ο στόχος σου. Το κοινό πως αντιδρά σ’ αυτό;
Τ.Τ. Το κοινό ενθουσιάζεται, γοητεύεται, έτσι
απλά. Ο περαστικός που διασχίζει έναν χώρο και συγχρόνως έχει τη δυνατότητα να
περνά μέσα από έργα Τέχνης αισθάνεται εξαιρετικά. Έτσι έχουμε κερδίσει ένα πολύ
μεγάλο κοινό που ουδέποτε θα επισκεπτόταν γκαλερί ή Μουσεία και αυτό γιατί
βαριέται ή αισθάνεται άβολα ή δεν έχει άμεση και εύκολη πρόσβαση στον χώρο. Εγώ
προσωπικά βαριέμαι έως θανάτου τις γκαλερί. Από τις χειρότερες εμπειρίες μου
είναι να με κλείσεις σ’ έναν κάκιστα διαμορφωμένο χώρο – όπως είναι οι
περισσότερες γκαλερί – και να μου πεις: τώρα θα δεις Τέχνη! Αυτό δε γίνεται.

Ζ.Κ. Tidal Flow Revisited, πρόκειται για τη συνέχεια
ή ο τίτλος απλά χρησιμοποιείται ως επικοινωνιακό μέσο;
Τ.Τ. Πρόκειται για τη συνέχεια στην οποία θα
συμμετέχουν και εικαστικοί από το πρώτο μέρος – αυτό που έγινε τον Οκτώβριο του
2016 – στο συνεργείο σκαφών του Μοσχάτου αλλά και καινούργιοι, οι οποίοι πάντα
στόχος είναι να «δέσουν» και να λειτουργήσουν ως μέλη της ομάδας, προκειμένου
το αποτέλεσμα να έχει την απαραίτητη αρμονία.
Ζ.Κ. Αυτό
που σ’ ενδιαφέρει κυρίως να δοθεί, να βγει προς το κοινό κι εκείνο να το
προσλάβει ως αποτέλεσμα, ως έργο της έκθεσης, ποιο είναι τελικά;
Τ.Τ. Το κυρίως πιάτο έχει να κάνει με τους μη
χαρακτηρισμένους χώρους. Αντισυμβατικοί χώροι, παραγωγή Τέχνης που θα εξάγεται
μ’ αξιώσεις οπουδήποτε και στην πορεία θα βρεθούν οι κοινοί στόχοι και τα κοινά
στοιχεία που ενώνουν τους Έλληνες εικαστικούς δημιουργούς, με τους Γερμανούς,
με τους Βρετανούς, τους Γάλλους ή τους Αμερικανούς. Το πρώτο μέρος με οδήγησε
σαφώς σε αυτό που έρχεται και αυτό θα με οδηγήσει στο
Relocated, στη Σύρο τον
Σεπτέμβριο.
Ζ.Κ. Η
επιλογή των έργων έχει να κάνει με την προσωπική σου εκτίμηση ή παρεμβάλλονται
και άλλοι εξωγενείς παράγοντες;
Τ.Τ. Έχει να κάνει αποκλειστικά με το τι βλέπω
εγώ στη δουλειά των εικαστικών. Είναι ξεκάθαρα προσωπικές επιλογές οι οποίες θα
μπορούσαν να είναι ακόμα περισσότερες, αυτό ωστόσο όπως καταλαβαίνεις είναι
αδύνατον να συμβεί, αφού βλέπω εξαιρετικές δουλειές που με κάνουν να θαυμάζω
και τις δημιουργίες και τους δημιουργούς.
Ζ.Κ. Πως
στήνεις μια έκθεση; Ποια η διαδικασία που ακολουθείς, έχοντας πάντα στο μυαλό
σου αυτό το οποίο θέλεις να παραχθεί;
Τ.Τ. Πρώτα φτιάχνω την εικόνα, μ’ έναν τρόπο,
κάνω την εικόνα και σκέφτομαι τι θα ήθελα να δω εγώ σ’ έναν χώρο αν γύριζα το
κεφάλι μου δεξιά αριστερά. Οι επιλογές είναι πάντοτε δύσκολες και αυτό έχει να
κάνει κυρίως με την ανομοιογένεια των συνθέσεων, των έργων αλλά και των συμμετεχόντων.
Καλούμαι να παρουσιάσω στον ίδιο χώρο μαθητές και καθηγητές με την ίδια ακριβώς
αξιοκρατία αλλά και αξιοπρέπεια, στηρίζοντας τα έργα και των μεν και των δε.
Μέχρι τώρα έχω καταφέρει να εισπράττω από τους συνεργάτες μου μόνο καλή διάθεση
και απόλυτη συνεργασία, είτε αυτοί είναι καταξιωμένοι στον χώρο είτε κάνουν τα
πρώτα τους βήματα. Τους στηρίζω πάντα και γι’ αυτό υπάρχει και ένας μόνιμος
πυρήνας εικαστικών με τον οποίο δουλεύω ήδη πολλά χρόνια μαζί και γνωριζόμαστε
πολύ καλά. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα πάντοτε στο τέλος να τα «βρίσκουμε» και να
έχουμε πολύ καλές συνεργασίες και πάντοτε καλά αποτελέσματα.
Ζ.Κ. Πως
προσδιορίζεις τα έργα ως παραγωγές σύγχρονης Τέχνης;
Τ.Τ. Κυρίως από τα μέσα που χρησιμοποιούνται
για την παραγωγή τους. Μια ζωγραφιά μπορεί να είναι απόλυτα αντισυμβατική με
αυτό που όλοι ξέρουμε ως ζωγραφικό έργο και αυτό γιατί χρησιμοποιήθηκαν
τεχνικές, υλικά, φόρμες που δε χρησιμοποιούνται συνήθως στην κλασική ζωγραφική
και το σχέδιο, ο τρόπος με τον οποίον δουλεύονται όλα αυτά. Όταν ακουμπάς το
έργο και σ’ ακουμπά κι αυτό, τότε αυτή η διάδραση είναι στοιχείο που
χαρακτηρίζει εν μέρει τη σύγχρονη Τέχνη. Οι ιδέες βέβαια παραμένουν το πιο
γοητευτικό στοιχείο κι επιπλέον είναι αυτές που κάνουν ένα έργο μοναδικό. 
    
Ζ.Κ. Πόσοι
εικαστικοί συμμετέχουν στη Tidal Flow
Revisited;
Τ.Τ. Συμμετέχουν 24 καλλιτέχνες, εκ των οποίων
οι 22 είναι αποκλειστικά εικαστικοί και 2
perfomers, η Δήμητρα Λιάκουρα
και ο συνεργάτης της χορευτής Άρης Παπαδόπουλος.
Ζ.Κ. Το
επόμενο βήμα, μετά και το τρίτο μέρος που θα πραγματοποιηθεί 8 – 24 Σεπτεμβρίου
στη Σύρο το έχεις ήδη σκεφτεί;
Τ.Τ. Ο στόχος όσον αφορά τη συγκεκριμένη
έκθεση παραμένει η μεταφορά της στο εξωτερικό. Η Νέα Υόρκη είναι ήδη στα πλάνα
και ίσως αυτό να ευοδωθεί, μόλις ο κύκλος κλείσει εδώ στην Ελλάδα. Ένα μεγάλο
πρόβλημα για την επίτευξη αυτού του στόχου όμως παραμένει το οικονομικό, παρόλα
αυτά υπάρχουν τρόποι να βρεθούν πόροι και αν αυτό γίνει σίγουρα θα μπορέσουμε
να ταξιδέψουμε.
Ζ.Κ. Τι
ελπίζεις πως θα μείνει ως παρακαταθήκη μετά το τέλος της επερχόμενης έκθεσης;
Τ.Τ. Το να κερδίσουμε νέους φίλους,
προσθέτοντάς τους στη λίστα αυτών που αγαπούν τη σύγχρονη Τέχνη θα είναι το
μεγαλύτερο όφελος για μένα. Θέλω να δοθεί το στίγμα, να δει ο κόσμος πως τα
πράγματα δεν είναι χαλαρά, υποτονικά, μονότονα και βαρετά. Και δέκα ανθρώπους
να πείσουμε πως τα πράγματα είναι έτσι, αν στο Μοσχάτο κερδίσαμε πέντε, τότε το
στοίχημα είναι υπέρ μας. Δε γίνεται με άλλον τρόπο. Αυτό που κάνουμε είναι
μεστό, είναι περιουσία όλων μας, είναι σπουδαίο, είναι γεμάτο, έχει τα πάντα: σκέψη,
δράση, αντίδραση.
Ζ.Κ. Κλείνοντας
θα ήθελα να μου πεις δυο λόγια, την άποψή σου, για την
documenta 14 που αυτήν την εποχή βρίσκεται στην Αθήνα.
Τ.Τ. Το ότι η documenta 14 βρίσκεται στην
Ελλάδα, με όποια αρνητικά και μειονεκτήματα μπορεί να φέρει, θεωρώ πως είναι
απίθανα καλό για τα εικαστικά πράγματα και όχι μόνο. Δε μπαίνω στη διαδικασία
να σκεφτώ οτιδήποτε αρνητικό, και είναι στο χέρι όλων μας να εκμεταλλευτούμε το
γεγονός αυτό. Μέσα σε όλα αυτά τα άσχημα που βιώνουμε στη σημερινή Ελλάδα της
κρίσης και της ανέχειας σε όλους τους τομείς η
documenta φωτίζει ένα κομμάτι
της ζωής μας και σίγουρα την κάνει λίγο καλύτερη, πιο χαρούμενη. Το να σου
χαρίζουν κάτι και να λες όχι είναι αν μη τι άλλο αυτοκαταστροφικό. Ας
σταματήσουμε να είμαστε έτσι.