Για μια πολιτική της φωτογραφίας

 

Γεννημένος στη Χιλή το 1956 κατά τη διάρκεια της δικτατορίας Πινοσέτ μεγάλωσε στη Μαρτινίκα, μετακομίζοντας το 1984 στη Νέα Υόρκη όπου ζει και αναφέρεται ως η καλλιτεχνική του έδρα μέχρι και σήμερα.

Αρχιτέκτονας, κινηματογραφιστής και καλλιτέχνης με έργο πολυποίκιλης υφής, ξεκίνησε την καλλιτεχνική του διαδρομή το 1987 μ’ ένα έργο ορόσημο όχι μόνο για την πόλη της Νέας Υόρκης αλλά εν γένει της αμερικανικής ηπείρου.

Στα έργα είναι έντονος ο πολιτικός λόγος, ο οποίος δικαίως μπορεί να χαρακτηρισθεί ακτιβιστικός, μέσα στα πλαίσια της καλλιτεχνικής δημιουργίας κι όχι της ανάληψης ευθύνης για ο,τιδήποτε προκύπτει ως επενέργεια της επίδρασης ενός εικαστικού έργου.

Κατά τα χρόνια των σπουδών του στην αρχιτεκτονική σχολή συνειδητοποίησε πως η λογική του σχεδιασμού και της κατασκευής του οποιουδήποτε έργου μπορούσε να μεταφερθεί εύκολα και με τρόπο εξόχως δημιουργικό στην Τέχνη. Αυτό ήταν το ζητούμενο που από τότε τον απασχολούσε.

Έτσι ξεκινά να καταγράφει σε βίντεο τις πρώτες καλλιτεχνικές του ανήσυχες προτάσεις, εγκαταστάσεις δημιουργημένες με σκοπό να εκτεθούν ενώπιον μεγάλου κοινού ετερόκλητης προέλευσης, με δυναμικές αναφορές σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εφαρμογής της εξουσίας, κοινωνικών εγκλημάτων και καταστροφών.

Από το ξεκίνημά του το 1982, όταν έφτασε για πρώτη φορά στη Νέα Υόρκη δίνει το στίγμα της καλλιτεχνικής οδού που θ’ ακολουθήσει και του τρόπου εφαρμογής της καλλιτεχνικής του σκέψης, η οποία θα ταυτιστεί άμεσα με τη χωροταξική έννοια και την ένταξη ενός έργου Τέχνης σε χώρους οικείους αλλά και ανοίκειους, που μπορούν να σηκώσουν το βάρος μιας εννοιολογικά «δυσπρόσιτης» Τέχνης η οποία όμως απευθύνεται προς όλες τις κατευθύνσεις, προσβλέποντας την προσέγγιση κοινού όλων των κατηγοριών.

 

Ανακαλύπτοντας το θέμα

 

Από την αρχή της καλλιτεχνικής του πορείας ο Alfredo Jaar χρησιμοποίησε κάθε τεχνική και πρόσφορο μέσο που είχε διαθέσιμο, ενεργοποιώντας κάθε δυνατή γνώση που απέκτησε κατά τη διάρκεια των σπουδών του στην αρχιτεκτονική και την κινηματογράφηση, προκειμένου να δημιουργήσει έργα που θα προκαλούσαν το κοινό στο να προσλάβει ιδέες, εικόνες και μηνύματα που πριν από την επαφή του με το έργο δεν του ήταν ιδιαίτερα οικεία.

Οι προϋποθέσεις ήταν εξ αρχής πολύ συγκεκριμένες, καθώς ο Jaar πιστεύει στην πολιτική της εικόνας έχοντας σταθερά μια κριτική θέση απέναντι στη φωτογραφία, επιδιώκοντας την αποδόμησή της, εστιάζοντας το ενδιαφέρον του στους τρόπους που αυτή επηρεάζει τον κόσμο.

Επί της ουσίας αμφισβητεί την Τέχνη που υπηρετεί με πάθος,  προτρέποντας το κοινό που έρχεται σ’ επαφή με τα έργα του να ξεπεράσει το οποία όρια και να κάνει εξίσου το ίδιο.

Μέσω της Τέχνης προσβλέπει στη κινητοποίηση, προβάλλοντας εικόνες που μπορούν να δημιουργήσουν έντονη συγκινησιακή φόρτιση, ενσωματώνοντας παράλληλα έναν γραπτό λόγο όχι στερεοτυπικό, που πολλές φορές εμπεριέχει τα στοιχεία της ειρωνείας αλλά και του σαρκασμού.

Το 1982 φτάνοντας στη Νέα Υόρκη ξεκινά να χρηματοδοτεί τα καλλιτεχνικά του σχέδια μέσω της ενασχόλησής του με την αρχιτεκτονική. Έχει ήδη εντοπίσει με το τι θέλει να καταπιαστεί καλλιτεχνικά.

Οι μεγάλες κοινωνικές τραγωδίες που έχουν στο επίκεντρό τους τον άνθρωπο αλλά και οι φυσικές καταστροφές, που τα τραγικά τους αποτελέσματα έχουν πάντα ως τελικό αποδέκτη αυτόν που έμμεσα αλλά ουσιαστικά τις δημιούργησε.

Ο ανθρωποκεντρισμός σε κάθε έργο του είναι η αιτία που του δίνει το κίνητρο και το αποτέλεσμα – τις περισσότερες φορές μοιραίο – πυροδοτεί την αφορμή για να ξεκινήσει.

Έτσι ταξιδεύει και ερευνά, δίχως να βάζει στον εαυτό του την ταμπέλα του καλλιτέχνη αφού περισσότερο λειτουργεί ως ερευνητής, καταγράφοντας τα όσα έχουν προκύψει μετά από μια σειρά δράσεων και γεγονότων.

Αντιλαμβάνεται πως όλα τριγύρω βομβαρδίζονται από εκατομμύρια εικόνες, συνυπάρχουν με αυτές δίχως να συνειδητοποιεί κανείς την τεράστια επίδραση που έχουν στην κοινωνική ζωή και τη διαμόρφωση του τρόπου αντίδρασης αλλά κυρίως του τρόπου σκέψης.

Με αυτή τη λογική ο Jaar θεωρεί πως είναι απαραίτητο η εκπαίδευση των ανθρώπων να περιλαμβάνει από τα πρώιμα μαθητικά τους χρόνια, το αντικείμενο της σημειολογικής ερμηνείας κάθε είδους οπτικής καταγραφής είτε αυτή είναι σταθερή εικόνα όπως η περίπτωση της φωτογραφίας, είτε πρόκειται για κινούμενη όπως το βίντεο και κατ’ επέκταση ο κινηματογράφος.

Η εικόνα επιδρά, επιφορτίζει θετικά ή αρνητικά και αυτό είναι που γοητεύει και τον ίδιο, δίνοντάς του το ερέθισμα κάθε φορά να χρησιμοποιήσει τη φωτογραφία ως πρωτογενές μέσο έκφρασης. Ο ίδιος δε θεωρεί πως δεν είναι φωτογράφος αλλά ένας «ερευνητής» με σπουδές αρχιτεκτονικής και κινηματογράφου, που απλώς χρησιμοποιεί τη φωτογραφία ως ενδιάμεσο για ν’ αναδείξει ένα ζήτημα που τον απασχολεί.

Ωστόσο, ποτέ στην καλλιτεχνική του πορεία το σημείο εκκίνησης δεν είχε να κάνει με προσωπικές εμπειρίες και βιώματα αλλά κυρίως με γεγονότα που επηρέασαν τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων.

Το γεγονός πως γεννήθηκε κι έζησε ίσως τα κρισιμότερα χρόνια της ζωής του υπό καθεστώς αυταρχισμού, εγκλημάτων και καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά την περίοδο της δικτατορίας Πινοσέτ ίσως να ήταν αυτό, που περισσότερο απ’ όλα, πολιτικοποίησε τη σχέση του με τη φωτογραφία και τα παράγωγά της, όμως κάθε φορά που ξεκινά να σκέφτεται ένα έργο αυτό γίνεται σε μια βάση γέννησης εκ του μηδενός.

Ο λευκός πίνακας γεμίζει με ιδέες γραμμή – γραμμή κι έχοντας στο μυαλό του ένα πλαίσιο πάνω στο οποίο πρέπει να εργαστεί ξεφεύγει συνεχώς από αυτό, αντιδρώντας στο προφανές και το καθ’ ομολογία συγκεκριμένο.

 

 

 

 

Η φωτογραφία ως «εργαλείο»

 

Στις περισσότερες των περιπτώσεων ο Alfredo Jaar επιλέγει να φωτογραφίσει και να εικονοποιήσει το τραγικό αποτέλεσμα του παραλογισμού, της υπερβολής, της ωμής βίας που προέρχεται από την κακή πολιτική και τον μισανθρωπισμό, την κακή διαχείριση των φυσικών πόρων, την καταστροφή του περιβάλλοντος και πως αυτή επηρεάζει τη ζωή δισεκατομμυρίων ανθρώπων.

Οι κοινωνικές ανισότητες, ο ρατσισμός και οι αιματηρές μάχες για την εκμετάλλευση ολόκληρων λαών είναι ζητήματα που πρέπει ο ίδιος ως καλλιτέχνης να προβάλλει. Το θεωρεί ως δεδομένο, διαφορετικά δεν έχει νόημα να κάνει ο,τιδήποτε.

Πολλές φορές, όταν οι συνθήκες δεν του επιτρέπουν να βρίσκεται στο επίκεντρο του γεγονότος που τον ενδιαφέρει χρησιμοποιεί φωτογραφίες άλλων, εντάσσοντάς τες στα έργα του, προσδίδοντάς τους έναν χαρακτήρα ready made αντικειμένου, πάνω στο οποίο χτίζει τη δική του εικαστική ιστορία.

Οι εγκαταστάσεις του χρειάζονται αξιόπιστα εργαλεία για να στηθούν και η φωτογραφία του παρέχει αυτή τη δυνατότητα απλόχερα.

Όντας κινηματογραφιστής, άνθρωπος που ξεκάθαρα συγκινείται στο έπακρο από τη δύναμη και τη δυναμική του φωτός, τοποθετεί στην κορυφή της δημιουργικής διαδικασίας την εικόνα και παίρνει από αυτήν καθετί ενδιαφέρον αλλά και αδιάφορο, μετατρέποντάς το σε ντοκουμέντο.

Το έργο του Rwanda ( 1994 ) εκπονήθηκε με αφορμή τη γενοκτονία ενός ολόκληρου λαού, που υπέστη μαζική δολοφονία το 1994.

Μια δολοφονία κυβερνητικού αξιωματούχου οδήγησε στη σφαγή περίπου 850.000 Τούτσι από τα μέλη του πολιτικού πυρήνα των Χούτου, και υπολογίζεται πως πάνω από 2.000.000 κάτοικοι της χώρας μετανάστευσαν στο εξωτερικό.

Εκείνη τη εποχή ο Jaar κατέγραψε με τον φακό του  -ευρισκόμενος στη Ρουάντα – σκηνές γεμάτες φρίκη από την ανθρώπινη βία, τον πόνο και την τραγωδία των πολιτικών εγκλημάτων.

Μετά από αυτό, η προσέγγισή του όσον αφορά την προβολή εικόνων σαν και αυτές που συμπεριέλαβε στο συγκεκριμένο έργο άλλαξε, αφού διαπίστωσε πως η ικανότητα του κοινού να έρθει σ’ επαφή με τέτοιου είδους υλικό δεν ήταν η ίδια με αυτή του παρελθόντος.

Ο καταιγισμός που υφίσταται ο σύγχρονος άνθρωπος μέσα στις κοινωνίες τις οποίες ζει, από εικόνες, ήχους και μηνύματα κάθε μορφής είναι πρωτοφανής και απροσδιόριστος ως μέγεθος. Το προσδοκώμενο είναι μόνο ένα: Η άκρατη κατανάλωση. Καταναλώστε, καταναλώστε, καταναλώστε ξανά και ξανά!

Το ζητούμενο πλέον για τον Jaar δεν είναι απλά να προβάλλει εικόνες, φωτογραφίες που ο ίδιος έκανε ή «δανείστηκε» για τους σκοπούς του έργου, αλλά μ’ έναν διαφορετικό δημιουργικό τρόπο να εισάγει τον θεατή, τον δέκτη του μηνύματος σε αυτό που ο ίδιος αποκαλεί «πολιτική της εικόνας».

Αυτή η διαδικασία είναι πολυσύνθετη, χρονοβόρα και τις περισσότερες φορές κοστίζει πολύ. Επιδιώκει κάθε εικόνα που χρησιμοποιεί να έχει τη δική της ταυτότητα, να αυτοπροσδιορίζεται ως ένα ολοκληρωμένο εννοιολογικό εικαστικό έργο, δημιουργώντας ένα δικό της πλαίσιο μέσα στο οποίο θα περικλείονται όλα όσα έχει να πει.

Καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως η πραγματικότητα δεν αναπαράγεται – παρά μόνο ως στιγμή – νομοτελειακά αυτό που προκύπτει στα έργα του αμέσως μετά το 1984, είναι η δημιουργία μιας νέας πραγματικότητας, η οποία παρουσιάζεται κατά την εξέλιξη του έργου, το οποίο ουδέποτε είναι στατικό αλλά διανύει τη δική του διαδρομή.

Γιατί τελικά όπως ο ίδιος αντιλαμβάνεται ως καλλιτέχνης, ο ρόλος του δεν μπορεί να είναι ρόλος παρουσιαστή αλλά ρόλος δημιουργού. Δε μπορεί να παρουσιάζει ψυχρά κάτι το οποίο έχει ελάχιστες πιθανότητες να συγκινήσει, αλλά θέλει και γι’ αυτό επιδιώκει, το έργο να επηρεάσει άμεσα και με κάθε δυνατό τρόπο τον θεατή.

 

Συνεχίζοντας όπως και πριν

 

Θα μπορούσαν να γραφούν πολλά περισσότερα για τον ρόλο της φωτογραφίας στο εξαιρετικά ποικίλο και μεγάλο έργο του Χιλιανού καλλιτέχνη.

Κι αυτό γιατί φαίνεται πως ο Alfredo Jaar συνηθίζει να επανατοποθετείται συχνά και να προσδιορίζει εκ νέου τις συντεταγμένες που έχουν εφαρμογή στο έργο του.

Μια από αυτές – η φωτογραφία – είναι προφανώς η σημαντικότερη, γεγονός το οποίο εύκολα γίνεται αντιληπτό από τον παρατηρητή του έργου του.

Η φωτογραφία για τον Jaar είναι ο τρόπος μέσω του οποίου θέλει να επικοινωνήσει με το κοινό που ενδιαφέρεται για την καλλιτεχνική του δουλειά.

Για όλες τις υπόλοιπες κατηγορίες που θα έρθουν σ’ επαφή με τα έργα του, η φωτογραφία θα πρέπει να μπορεί να μιλήσει, να δραματοποιήσει και εντέλει αν είναι εφικτό να κινητοποιήσει σε όλα τα επίπεδα.

Θα πρέπει το εννοιολογικό της πεδίο να γίνει κατανοητό όσο το δυνατόν σε περισσότερους δέκτες και ν’ απορριφθεί ή να γίνει αποδεκτή ως καινή πραγματικότητα, που δημιουργήθηκε για τις ανάγκες ενός διαλόγου που επιθυμεί ν’ ανοίξει, με στόχο την ενεργοποίηση μιας σκέψης δημιουργικής κι όχι στερεοτυπικής και προβλέψιμης.

Ο Jaar ταξιδεύει στον κόσμο έχοντας σχεδιάσει από πριν ένα πλάνο αυτού που θέλει να κάνει. Δε λειτουργεί ως τυχοδιώκτης που επιθυμεί να «παγιδεύσει» εικόνες αλλά τις κατασκευάζει ο ίδιος, χρησιμοποιώντας τα υλικά που του παρέχει η κάθε ξεχωριστή ιστορία με την οποία καταπιάνεται.

Ο αφήγηση συνδέεται άρρηκτα με την εικόνα και την ιστορία της, αναπαράγοντας τη νέα πραγματικότητα με τρόπο άλλοτε ρεαλιστικό κι άλλοτε ουτοπικό, παραπέμποντας μέσα από οπτικές παραβολές και φράσεις γεμάτες αντίθεση ή ειρωνεία, αυτό που απασχολεί τον Jaar και γίνεται σημείο αναφοράς του έργου του.

Η πολιτική της εικόνας – που οικειοποιείται ως άποψη για τον ρόλο της φωτογραφίας και τη δυναμική που ασκεί στον σύγχρονο κόσμο – γίνεται αναμφισβήτητα λόγος δράσης, εκεί όπου η πολιτική που ασκείται από τα κέντρα εξουσίας είναι αναποτελεσματική και επιζήμια για τον πλανήτη και τους ανθρώπους του.