«Ἄνω σχῶμεν»: Η έκθεση του Χρήστου Παλλαντζά στη γκαλερί Ευριπίδη. Γράφει η Έλενα Ντάκουλα.

Μια
προσωπική θέαση του αστικού τοπίου και του αττικού ουρανού 
στη νέα του έκθεση.


Αγαπημένη βόλτα

Mπαίνοντας
στις αίθουσες της Γκαλερί Ευριπίδης και βλέποντας τα έργα του Χρήστου Παλλαντζά
κρεμασμένα στους τοίχους, σου έρχονται στο μυαλό οι στίχοι από την
«Οδό Ονείρων» του Μάνου Χατζηδάκη:
«Κι όλα σκεπασμένα/από έναν τρυφερό μα κι αβάστακτο ουρανό».



Έναν
ουρανό, το σούρουπο, την ώρα που η μέρα φεύγει και το βράδυ έρχεται. Έναν ουρανό
που αλλάζει χρώματα και διάθεση ανάλογα με τα κέφια της φύσης και του καιρού. Έναν
ουρανό που άλλοτε φαίνεται ήρεμος και γαλήνιος, άλλοτε έντονος, φλεγόμενος από τα
πορτοκαλο-κόκκινα χρώματα της δύσης, άλλοτε με φεγγάρι, άλλοτε σκοτεινός, μουντός,
βαρύς, γεμάτος σύννεφα ή σκόνη…


Γκάζι
Αυτός
είναι ο ουρανός του Χρήστου Παλλαντζά, ο ουρανός που βλέπει στην καθημερινή του
διαδρομή από και προς το σπίτι του στα Πετράλωνα και την οδό Δημοφώντος, στο Μεταξουργείο,
όπου βρίσκεται το εργαστήριό του, το ησυχαστήριό του, όπως το αποκαλεί.



 

Έρχεται η νύχτα

Ο
χώρος αυτός ήταν ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα και αγοράστηκε με τα
χρήματα από την πρώτη του έκθεση. Ήταν ένα ερείπιο, νεοκλασικό, το οποίο έκανε εργαστήριο.
Δεν έφυγε ποτέ από εκεί και ούτε πρόκειται. Το λατρεύει και το συντηρεί με την ίδια
αγάπη που το έκανε και η κυρία που του το πούλησε. Και έτσι η ζωή του σπιτιού συνεχίζεται,
σαν ένας κρίκος σε μια αλυσίδα.

 

Κάτι να μας ξεπλύνει

Ο
Χρήστος Παλλαντζάς δεν τσιγκουνεύεται καθόλου τις πινελιές του. Στον καμβά του
μία πανδαισία χρωμάτων με μεγάλο πρωταγωνιστή τον αττικό ουρανό σκεπάζει την αγαπημένη
του, «μαγική» πόλη, την Αθήνα. Στα έργα του, ειδικά στα μεγάλα, παρατηρούνται διάφορες
τοπιακές-οικιστικές ουτοπίες και η Αθήνα «συμπυκνώνεται» σε μία εντελώς δική του
εικόνα. 

Η Ακρόπολη μπορεί να βρίσκεται λίγο πιο δεξιά ή πιο αριστερά από την πραγματική
της θέση. Το Ηρώδειο μπορεί να ‘χει… μετακινηθεί ελαφρά. Οι πολυκατοικίες μπροστά
από το μπαλκόνι του σπιτιού του λείπουν από τους πίνακες, ώστε η θέα της Ακρόπολης
να είναι απρόσκοπτη. Οι υψικάμινοι στο Γκάζι δεν είναι εκεί που τις έχουμε συνηθίσει,
αλλά τίποτα απ’ όλα αυτά δεν μας εμποδίζουν να καταλάβουμε ότι οι πίνακες απεικονίζουν
τη συγκεκριμένη περιοχή. 
Αυτή
είναι η ιδιαίτερη αφήγηση του Χρήστου Παλλαντζά για την Αθήνα, όπως τη βλέπει με
τα μάτια της ψυχής του.


Δημοφώντος

Νύχτα στη Δημοφώντος

Οι
ώρες που περνούσε στην ταράτσα του εργαστηρίου του ήταν η σωτηρία του σε μία δύσκολη
φάση της ζωής του και μία «καταβύθιση» που βίωσε. Από εκεί μπορούσε να δει την Αθήνα
του, και απομονώνοντας νοητά από το πλάνο τις κεραίες, τους


Θα έλθω πάλι αύριο

θερμοσυσσωρευτές,
τα καλώδια, την όποια ασχήμια, κατάφερνε και έβλεπε την ομορφιά. Κοίταζε, όπως όταν
ήταν μικρός, τα σύννεφα να κινούνται, τον ουρανό να βάφεται από τα χρώματα της δύσης,
ή μίας επερχόμενης καταιγίδας και χανόταν στις ονειροπολήσεις του. Αυτό τον έσωσε,
του έδωσε μία ανάταση ψυχής και τον οδήγησε στο επόμενο βήμα του, το να σηκώσει
τα μάτια προς τα πάνω και να στραφεί στο 
«άνω
σχώμεν» γιατί, όπως λέει, «μόνο εκεί μπορούμε να προσδοκούμε, στο προς τα πάνω».
Τριών Ιεραρχών

Έμπνευση
για τον τίτλο της έκθεσης, το «Άνω Σχώμεν», ήταν μία εικόνα του
12ου
αιώνα, η οποία είχε φιλοτεχνηθεί με αφορμή το χειρόγραφο «Κλίμαξ» του Αγίου Ιωάννου
του Σιναΐτου. Αυτή η εικόνα είχε ζωγραφισμένη μία σκάλα διαγώνια, στην οποία προσπαθούν
οι πιστοί να ανέβουν και πάνω της έχει έναν μικρό Χριστό που τους περιμένει. Το
γοητευτικό κείμενο αυτό, βασισμένο στο όνειρο του Ιακώβ, απευθυνόταν στους μοναχούς
και είχε πολλές «σκάλες» – κεφάλαια που έπρεπε αυτοί να ανέβουν ώστε να οδηγηθούν,
μέσω του μοναστικού βίου, στη θέωση.



 

Μεγάλου Αλεξάνδρου

Και
έτσι άρχισε το παιχνίδι με τη δική του κλίμακα, «μπροστά σε έναν πύρινο ουρανό,
σχεδόν μεταφυσικό, η οποία δεν φτάνει ακόμη κάπου», μια και ο ίδιος δεν ξέρει
ακόμη πού θα τον οδηγήσει… Και στους πίνακές του, το όνειρο παντρεύεται με την
πραγματικότητα, σε μία εντελώς προσωπική, βιωματική αφήγηση, αφιερωμένη στους ανθρώπους
που, απορροφημένοι με τη μίζερη καθημερινότητα, ξεχνούν να ονειροπολήσουν, να σηκώσουν
το κεφάλι προς τα πάνω και να πουν «τελείωσε καλά και αυτή η μέρα, ας πάρουμε κάτι
από αυτό…»

Χάρτινο φεγγάρι



Συζητώντας
με τον Χρήστο Παλλαντζά, αμέσως διαπιστώνεις ότι είναι ένας άνθρωπος
ευχάριστος, σεμνός, βαθιά σκεπτόμενος, ψαγμένος, συνειδητοποιημένος που έχει φτάσει
εκεί μετά από συνεχή προσπάθεια για αυτοβελτίωση, όχι μόνο ως καλλιτέχνης, αλλά
πρωτίστως ως άτομο. «Δεν θεωρώ ότι μπορεί να υπάρξει καλός καλλιτέχνης που δεν
θα είναι καλός  άνθρωπος.  Αυτή 
είναι  η  βασική 
μου  αρχή  εδώ 
και χρόνια.  Δεν  μπορείς 
να  προτείνεις  παρηγοριά, 
ομορφιά  στους  ανθρώπους 
αν  ο  ίδιος 
δεν την έχεις όχι απλά δει αλλά να την έχεις ενστερνιστεί,  ώστε 
να  ξέρεις  πώς 
θα  την ερμηνεύσεις». Αποφεύγει να
λέει ότι είναι καλλιτέχνης. «Το κρατάει για τον εαυτό
του» όπως λέει
γελώντας.
Γεννήθηκε
και μεγάλωσε στη Λάρισα. Οι γονείς του, άνθρωποι απλοί, χωρίς μόρφωση και πτυχία,
αλλά με μία σοφία που δεν διδάσκεται σε κανένα σχολείο, του έδωσαν τις αρχές που
τον καθόρισαν σαν άτομο και ακόμη και τώρα ακουμπά σε αυτές. Και οι δύο ήταν περήφανοι
γι’ αυτόν και του είχαν εμπιστοσύνη ότι θα τα καταφέρει. Τον προόριζαν για στρατιωτικό,
ωστόσο το μεράκι του για να γίνει γιατρός τον έφτασε στην Αμερική, αλλά γρήγορα
τα παράτησε, γύρισε πίσω και έδωσε εξετάσεις
στην ΑΣΚΤ.

Καλοκαίρι

Αγία Μαρίνα

Καλοκαιρινό απόγευμα



Διαβάζει
πάρα πολύ, ψάχνεται, πειραματίζεται, μελετά, έχοντας καταλήξει σε εμπεριστατωμένες
απόψεις για το πώς μπορούν πρωτοποριακά προγράμματα art therapy να
λειτουργήσουν αποτελεσματικά σε παιδιά και έφηβους με χρόνια σωματική νόσο. Η πετυχημένη
συνεργασία του με το τμήμα της ζωγραφικής στην Παιδοψυχιατρική Κλινική του Πανεπιστημιακού
Νοσοκομείου Παίδων «Αγία Σοφία» ήταν η καλύτερη απόδειξη.
Όταν
ο δάσκαλος στο σχολείο τον ρωτούσε «τι θέλει να γίνει όταν μεγαλώσει» ο Χρήστος
Παλλαντζάς απαντούσε «εξερευνητής». Και αυτό το πέτυχε με έναν έμμεσο τρόπο. Έκανε
για χρόνια ψυχανάλυση, εξερευνώντας τον ίδιο του τον
εαυτό, ερμηνεύοντας προσωπικά βιώματα
και αντλώντας, μέσα από αυτή τη διαδικασία, γνώσεις, απαντήσεις και εμπειρίες, οι
οποίες αποτυπώνονται με έναν αλληγορικό τρόπο στα έργα του.
Αγαπά
πολύ τα παιδιά, «είναι η ελπίδα μας» όπως λέει. Βοηθάει παιδιά να μπαίνουν στην
Σχολή Καλών Τεχνών, χωρίς να παίρνει λεφτά, βοηθάει άρρωστα παιδιά και πιστεύει
ότι υπάρχει κάτι θεραπευτικό σε όλο αυτό. Ταυτόχρονα όμως ανησυχεί πολύ για τη νεολαία
και το περιβάλλον μέσα στο οποίο καλούνται να ζήσουν, όπου αξίες απαξιώνονται και
κυριαρχεί η λαίλαπα της ομαδοποίησης.



Αριστερά: Θησείο, Δεξιά: Δύση στο Αιγάλεω

Βασικοί
θεσμοί, όπως της γιαγιάς και του παππού, εκτοπίζονται από τις μοντέρνες
οικογένειες, κόβονται οι δεσμοί με το παρελθόν και σπάνε οι κρίκοι μίας αλυσίδας,
τη συνέχεια της οποίας έχουμε ανάγκη για να μάθουμε και να καταλάβουμε ποιοι είμαστε.
«Δυστυχώς, είμαστε ένας λαός που δεν έχει ξεκάθαρη ταυτότητα. Δεν ξέρουμε
ιστορία. Η ιστορία είναι αυτή που θα καθορίσει την ταυτότητά μας. Δεν έχουμε
αποφασίσει πού ανήκουμε ή πού θέλουμε νa ανήκουμε. Είμαστε πάντα στο μεταίχμιο.
Εγώ ζωγραφίζω  με τους κανόνες μίας
ευρωπαϊκής τέχνης, αλλά αφηγούμαι με μία γλώσσα πολύ  ανατολίτικη. (π.χ. ένα χειρόγραφο του Σινά,
που είναι Άπω Ανατολή). Είμαστε δε ένα κράτος που η δημιουργία και οργάνωσή του
βασίστηκε πάνω σε μία επανάσταση. Πίσω από αυτή την έννοια της επανάστασης
κρυβόμαστε κάθε μέρα ακόμη και στα Εξάρχεια. Κλέφτες και αρματωλοί. Δεν ξέρω αν
μπορούμε να ξεφύγουμε ποτέ από αυτό. Στην πολιτική εξακολουθούν να υπάρχουν 2-3
οικογένειες, όπως στα χρόνια των κοτζαμπάσηδων. Πρέπει να επενδύσουμε στη
νεολαία και στην παιδεία. Υπάρχει πληθώρα πτυχίων, ειδικοτήτων, αλλά δεν έχουμε
παιδεία. Και αυτό ξεκινάει πρώτα από το σπίτι και μετά στο σχολείο. Τα παιδιά
δεν έχουν πού να βασιστούν. Και οι νέοι πρέπει να αποκτήσουν αυτογνωσία και να
μην ξεκόβονται από τις ρίζες τους, όσο ταπεινές και αν μπορεί να είναι».



Την
αναγκαιότητα συνέχισης αυτής της αλυσίδας προσπάθησε να εμφυσήσει στον γιο του,
καθώς και να του μεταδώσει την αγάπη του για αυτή την πόλη και τη μεγάλη ιστορία
της. Κάθε Κυριακή τον πήγαινε βόλτα στο κέντρο, έβλεπαν διάφορα μουσεία και
μνημεία και του μιλούσε «για το πόσο τυχεροί είμαστε που έχουμε την Αθήνα, που
ζούμε σε μία από τις αρχαιότερες πόλεις του κόσμου». Ανησυχούσε μήπως τον παρασύρει
να ζήσει μέσα σε έναν μύθο άλλα, όπως του έλεγε ένα φίλος και καθηγητής Πανεπιστημίου
στα Γιάννενα, «Παλλατζά μου, από τη λούμπα του τίποτα, καλύτερα η λούμπα του μύθου».
Αμφιταλαντεύτηκε
για τον αν θα έπρεπε να συμβουλεύσει τον γιο του –ο οποίος είχε μεγάλη ευχέρεια
στη ζωγραφική– να ακολουθήσει τα δικά του βήματα στον χώρο της τέχνης μιας και η
τέως σύζυγός του, η Χρύσα Βέργη, είναι μία πολύ πετυχημένη ζωγράφος. Ο Τέτσης έδωσε
τέλος στους προβληματισμούς του όταν του είπε «πού να σταθεί το παιδί ανάμεσά
σας. Ας τον να μορφωθεί και μετά αν δεις τι θέλει». Ο γιος του σπούδασε αρχαιολογία,
με εξειδίκευση στα βυζαντινά και μεσαιωνικά και τώρα, εκτός από το ότι τον συμβουλεύεται
πάνω σε διάφορα θέματα της δουλειάς του, τον καμαρώνει βλέποντάς τον «να
στέκεται ανάμεσα σε εκείνον και τη μητέρα του, ισοδύναμος, με τη δική του ταυτότητα».
Και
όταν η κουβέντα στρέφεται πάλι στον χώρο της τέχνης, η άποψή του είναι σαφής: «Δύσκολος
ο χώρος της τέχνης στην Ελλάδα, γιατί δεν ήταν ποτέ ένας οργανωμένος χώρος. Η
αγορά τέχνης στο εξωτερικό είναι 500 χρόνια οργανωμένη. Λειτουργήσαμε και
υπήρξαμε απομονωμένοι όσον αφορά την κουλτούρα μας. Οι άνθρωποι της δεκαετίας
του
  ’50
και ’60, όταν έφυγαν και πήγαν στην Ευρώπη, έπαθαν σοκ με αυτά που αντίκρισαν
σε επίπεδο αρχιτεκτονικής. Υπήρξαμε ένα κράτος που δεν ανέπτυξε υψηλό αστικό
πολιτισμό, με την έννοια της αριστοκρατίας που είχαν άλλες χώρες».
Η
ενασχόλησή του Χρήστου Παλλαντζά με τη ζωγραφική δεν ήταν και δεν είναι αυτοσκοπός.
Ζει αξιοπρεπώς από αυτή, αλλά η επιθυμία του είναι να κάνει όμορφα έργα που θα μείνουν
και θα λένε κάτι στους επόμενους που θα τα βλέπουν. Θέλει αυτά να προκαλούν συναισθήματα
στους άλλους, «να τους κάνουν να αισθάνονται ευχάριστα να ζήσουν, να
αισθάνονται την ανάγκη  να  κοιτάξουν 
προς  τα  πάνω, 
να  μπουν στο σπίτι και να πουν ότι
αυτή η έκθεση με ταξίδεψε και τα ξέχασα όλα».
Και
αυτή είναι η μεγαλύτερη επιτυχία του Χρήστου Παλλαντζά. Γιατί όποιος βγει από την
γκαλερί, είναι σίγουρο ότι θα κοιτάξει προς τα πάνω και ειδικά την ώρα που σουρουπώνει
θα δει πράγματα που ίσως ποτέ πριν δεν είχε παρατηρήσει, πράγματα που θα του δώσουν
μία ικανοποίηση και μία αισιοδοξία. Δεν θα του λύσουν κανένα πρόβλημα. Άλλωστε η
τέχνη δεν έχει σώσει τον κόσμο, απλώς τον ομόρφυνε.

https://www.athensvoice.gr

ΕΛΕΝΑ ΝΤΑΚΟΥΛΑ

Σπούδασε
Διαφήμιση και Δημόσιες Σχέσεις και εργάστηκε στο τμήμα Δημοσίων Σχέσεων της
“AVINOIL S.A.” του Ομίλου Βαρδινογιάννη και της ημερήσιας εφημερίδας
«Μεσημβρινή» του ιδίου Ομίλου καθώς και στο τμήμα Διεθνών Συναλλαγών της
Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας, στο υποκατάστημα της Βοστώνης.

Σταμάτησε
να εργάζεται όταν γεννήθηκε το πρώτο της παιδί και επέστρεψαν στην Ελλάδα. Όταν
ο χρόνος της το επέτρεψε έμαθε ισπανικά, κληρώθηκε στο Ελληνικό Ανοικτό
Πανεπιστήμιο και ολοκλήρωσε επιτυχώς το πρόγραμμα «Ισπανική Γλώσσα και
Πολιτισμός».

Πιστεύοντας
στη δια βίου μάθηση παρακολούθησε κύκλους σεμιναρίων για φιλοσοφία, τέχνη και
πολιτισμό, τα οποία εκπονήθηκαν από την «Ακαδημία Πλάτωνα» και τον «Κωστή
Παλαμά», υπό την αιγίδα του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Λάτρης
της Αθήνας, δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον σε ό,τι αφορά τα πολιτιστικά δρώμενα της
πόλης με ενεργό συμμετοχή και εθελοντική εργασία σε αντίστοιχες ομάδες,
συλλόγους και σωματεία.

Εκτός
από τα ταξίδια και τη Σίφνο αγαπάει πολύ τα ζώα έχοντας ιδιαίτερη αδυναμία στις
7 οικόσιτες γάτες της. Αρθρογραφεί στην https://www.athensvoice.gr
.

Είναι
παντρεμένη και έχει δύο κόρες.