Οι δεσποινίδες της Αβινιόν. Η «συνάντηση» με τον Άγγελο Σκούρτη ( μέρος πρώτο* ).

  

110 χρόνια από τη δημιουργία του
αριστουργήματος του Πάμπλο Πικάσο ο Άγγελος Σκούρτης μας μιλά για τις δικές του
«κόρες» που κάποιοι τις είδαν να κυκλοφορούν πρόσφατα στην Αθήνα.
Με μια εξαιρετική ποιητική performance,
το Σάββατο 22 Απριλίου στον χώρο των εκδόσεων «Κουκούτσι», ο εικαστικός και
δάσκαλος αποκάλυψε στο κοινό πως οι δεσποινίδες του Πικάσο βίωσαν την αγριότητα
της «δουλειάς» τους, τον κυνισμό των πελατών τους, την βιαιότητα των συναισθημάτων
που έγιναν κουβάρι…

Ο Άγγελος Σκούρτης είναι σίγουρος πως κάποιες
από αυτές τις έχει δει να τριγυρίζουν στις γειτονιές, και γι ‘αυτόν τον λόγο
γράφει και απαγγέλλει ως εραστής του λόγου, που γι’ αυτόν είναι η αρχή του
παντός. 

Ζ.Κ. Αρχές
του 20ου αιώνα και ο Πάμπλο Πικάσο επισκέπτεται το «σπίτι» της οδού
Αβινιόν. Τα κορίτσια γίνονται φίλες του και τελικά λίγο καιρό αργότερα ξεκινά
το περίφημο έργο. Ήταν η καθαυτή αφορμή για τη δημιουργία της ποιητικής
συλλογής που έγινε
performance;
Α.Σ. Το 2007 συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από τότε που ο
Picasso αποτύπωσε στον καμβά τα κορίτσια της οδού
Αβινιόν. Επρόκειτο για πόρνες, οι οποίες εργάζονταν σ’ ένα συγκεκριμένο σπίτι
στην οδό Αβινιόν στη Βαρκελώνη. Πολλοί νομίζουν πως το τοπωνύμιο Αβινιόν έχει
να κάνει με πόλη, όμως αυτό είναι λάθος, πρόκειται για την οδό Αβινιόν (
Avignon ) και ίσως το
γνωστότερο πλέον μπορντέλο της ιστορίας, όπως εξάλλου ήταν και ο αρχικός τίτλος
του ζωγραφικού έργου, ο οποίος άλλαξε λόγω της σεμνοτυφίας που χαρακτήριζε την
τότε εποχή, προκειμένου να μη δημιουργηθούν αντιδράσεις από τη συντηρητική
πλειοψηφία του κόσμου.
Έχοντας λοιπόν στο συρτάρι μου εκατοντάδες
χαρτιά γεμάτα με στίχους ( από την δεκαετία του ’70 ακόμα ), που τελικά έγιναν
ποιήματα, «ερεθίστηκα» στην ιδέα να τα μαζέψω και να τα παρουσιάσω ως ποιητική
performance.
Όλα έχουν ως επίκεντρο τα «κορίτσια», αυτά τα κορίτσια, του
Picasso.
Αλλά τελικά και τα δικά μας… Η άγνωστη στους περισσότερους από εμάς ζωή τους
μπορεί να γίνει από θεατρικό μέχρι ποίηση, πίνακας ζωγραφικής, γλυπτό ή απλά
ένα μυθιστόρημα που θα εξελιχθεί τις περισσότερες φορές σε ταινία, θα σπάσει τα
ταμεία και όλα μετά απ’ αυτό θα εξελιχθούν απόλυτα ομαλά.

 Αυτό που αρχικά η ιστορία αγνόησε αν είναι γνήσιο και αληθινό θα το βγάλει κάποια στιγμή στην επιφάνεια. Ο εικαστικός πρέπει να δημιουργεί Τέχνη με βάση την εποχή του.


Ζ.Κ. Ο κόσμος
γνωρίζει τον Άγγελο Σκούρτη ως εικαστικό. Τώρα – όσοι δεν είχαν την ευκαιρία να
γνωρίζουν – ανακαλύπτουν έναν άλλον καλλιτέχνη, ο οποίος καταπιάνεται πολύ με
τη Λογοτεχνία, την ποίηση, την Ιστορία της Τέχνης. Οι περιστάσεις βοήθησαν σ’
αυτό;
Α.Σ. Η αλήθεια είναι πως όχι. Στην Ελλάδα δεν το
θέλει κανείς αυτό. Όταν κάποιος είναι πολυπράγμων ή ακόμα χειρότερα πολυτάλαντος
αυτό δε γίνεται εύκολα αποδεκτό. Κάποτε – σε πολύ μικρή ηλικία – όταν ακόμα
ξεκίναγα ως εικαστικός, ρώτησα έναν παλαιάς κοπής διανοούμενο για το ποιον
δρόμο θα ‘πρεπε κατά τη γνώμη του να διαλέξω. Εγώ ήθελα και τα δύο: και τη
ζωγραφική αλλά και το γράψιμο. Εκείνος ήταν από την αρχή κατηγορηματικός: Θα
πρέπει να διαλέξεις ένα απ’ τα δύο! Έτσι κατάλαβα – έχοντας ήδη κομμένα φτερά –
πως τουλάχιστον τότε θα έπρεπε να διαλέξω. Παρ’ όλα αυτά ουδέποτε σταμάτησα να
γράφω και ότι έφτιαχνα το καταχώνιαζα σε κάποιο συρτάρι, με την ελπίδα κάποτε
να μπορέσω να το βγάλω και να το παρουσιάσω με τον οποιονδήποτε τρόπο. Μέσα από
την ποίηση πάντα έχεις αυτήν τη δυνατότητα: Μπορείς να πεις πολλά, λέγοντας ή
γράφοντας ελάχιστα. Ειδικά εμείς οι Έλληνες, έχοντας μια γλώσσα ιδιαίτερη,
πλούσια και μοναδική, μπορούμε ν’ αναπτύξουμε οποιοδήποτε θέμα θέλουμε μέσα σε
ελάχιστες αράδες, ακόμα και λέξεις. Μη ξεχνάς πως έχουμε έναν Καβάφη, παγκόσμιο
διανοούμενο, φαινόμενο αξεπέραστο που έκανε τις λέξεις να μοιάζουν έννοιες.
Αυτό το έχουμε στην Ελληνική γλώσσα και δεν πρέπει να το παραβλέπουμε. Μικρά σε
μέγεθος και όγκο γραπτά γίνονται αριστουργηματικά όταν έρχονται από την πέννα
του Παπαδιαμάντη ή του Θεοτόκη, που έχουν το διήγημα ως απόλυτο μέσο έκφρασης.
Αυτό δε γίνεται πουθενά αλλού στον κόσμο.
Ζ.Κ. Χρησιμοποιείς
τον λόγο ως μέσο προσέγγισης του κοινού αλλά και ως κύριο μέσο έκφρασης, όχι
μόνο ως κείμενο αλλά ως διαδραστικό στοιχείο, αφού διεγείρει όλες τις αισθήσεις
αυτών που παρακολουθούν τη δράση. Όλα στηρίζονται σε αυτό λοιπόν;
Α.Σ. Απόλυτα! Θεωρώ τον λόγο την αρχή και το τέλος
όλων. Δίνω μεγάλη βαρύτητα σε αυτόν. Δεν είμαι χορευτής, είμαι εικαστικός και
χρησιμοποιώ κάθε δυνατό μέσο που παράλληλα είναι και «κτήμα» μου, κατέχω δηλαδή
τη γνώση του. Είναι λίγο οξύμωρο ένας εικαστικός να κάνει
performance
χτυπώντας το κορμί του στο πάτωμα, προσπαθώντας να «βγάλει» χορευτικές
φιγούρες. Το θέαμα ενός χορευτή να προσπαθεί να κάνει το ίδιο σίγουρα είναι
πολύ – πολύ καλύτερο. Δεν απορρίπτω καμία προσπάθεια, ωστόσο πιστεύω πως χωρίς
το στοιχείο του λόγου όλα είναι άψυχα και πολύ ρηχά. Όλα στηρίζονται εκεί. Όσοι
προσπάθησαν να «μεταποιήσουν » μορφές Τέχνης έκαναν το αυτονόητο: Εισήγαγαν τον
λόγο στις δράσεις και τις δημιουργίες τους και το αποτέλεσμα ήταν πάντοτε
θετικό. Εξάλλου όλες οι
performances εμπεριέχουν το
θεατρικό στοιχείο, τη θεατρικότητα, που δεν είναι τίποτα άλλο από τον λόγο. Πως
μπορεί άρα κάτι τόσο συγκεκριμένο να μην εμπεριέχει το κύριο συστατικό που
ουσιαστικά το προσδιορίζει;
Ζ.Κ. Απ’ όλα
τα παραπάνω συμπεραίνω πως με αυτήν τη λογική πολλοί εικαστικοί δε θα μπορέσουν
ποτέ να εκφραστούν ξεκάθαρα και πάντα θα βρίσκονται σε μια διαρκή αναζήτηση, δίχως
ουσιαστικά να μπορούν στο τέλος ν’ αποδώσουν αυτό που θέλουν. Ισχύει κάτι
τέτοιο;
Α.Σ. Σαφέστατα και ισχύει, το βλέπω εδώ και
δεκαετίες. Το πράγμα είναι ξεκάθαρο. Ο εικαστικός, ο καλλιτέχνης, πρέπει να
γνωρίζει απόλυτα τον προορισμό αλλά και το τι θέλει να βγάλει προς τα έξω. Όταν
ο δημιουργός είναι ξεκάθαρος, στις θέσεις του, στα θέλω του, απέναντι στον ίδιο
του τον εαυτό, τότε το έργο του θα είναι το ίδιο ξεκάθαρο και θα έχει απόλυτα
μεγαλύτερη απήχηση στο κοινό, είτε του αρέσει είτε δεν του αρέσει. Αυτό είναι
το κυριότερο όπλο που μπορεί να έχει ένας εικαστικός, προκειμένου να παραγάγει
ουσιαστική Τέχνη η οποία θα είναι πιο εύληπτη για τους δέκτες που θέλουν να
έρθουν σ’ επαφή μαζί της. Θαρρώ πως η έλλειψη όχι μόνο ταλέντου – γιατί αυτό
ευτυχώς κάποιες φορές υπάρχει – αλλά κυρίως γνώσης του πως θα δομηθεί αλλά και
θ’ αποδοθεί τελικά ο λόγος και κυρίως το ουσιώδες περιεχόμενό του είναι οι
κύριοι λόγοι της αποτυχίας. Αντίθετα, ένας «πρωτογενής» εικαστικός δε θ’
αντιμετωπίσει ουδέποτε αυτό το πρόβλημα, γιατί γνωρίζει πολύ καλά πως οτιδήποτε
κι αν προσθέσει ή αφαιρέσει από το έργο του θα το επηρεάσει πολύ λιγότερο, αφού
σε αυτήν την περίπτωση δε μιλάμε γι’ αντιγραφή αλλά για δημιουργία ουσιαστικά
εκ του μηδενός. Το μεγαλύτερο πρόβλημα – όχι μόνο με τον λόγο αλλά γενικότερα –
το αντιμετωπίζουν κυρίως καλλιτέχνες – αντιγραφείς, που σε πολλές περιπτώσεις
ακολουθούν τα χνάρια κάποιου άλλου και δημιουργούν τα δικά τους έργα, συχνότατα
αρκετά καλύτερα από αυτά από τα οποία εμπνεύστηκαν. Τελικά όμως αυτή η
διαδικασία δε μπορεί να προσφέρει «άποψη» και «θέση» αφού ουσιαστικά στηρίζεται
στη δουλειά κάποιου άλλου. Τότε είναι που φαίνεται κιόλας η αντίδραση στο νέο,
στο καινούργιο, αφού όταν αυτό παρουσιαστεί τότε ο μη «πρωτογενής» εικαστικός
καλλιτέχνης θ’ αντιδράσει αρνητικά σε κάτι που είναι έξω απ’ τα νερά του, έξω
από τα δεδομένα του. Η μη παραγωγή πρωτογενούς ή πρωτότυπης αν θέλεις Τέχνης
είναι αυτό που ξενίζει, προκαλεί αρνητικά συναισθήματα και αντιδράσεις. Αυτό
συμβαίνει διότι η διαδικασία αυτή εμπεριέχει το στοιχείο της «γέννας» και όχι
απλά του «δεσίματος – φασκιώματος» του βρέφους. Η γέννηση της Τέχνης είναι
ιδιαίτερα δύσκολη υπόθεση…
Κείμενα/Επιμέλεια/Φωτογραφίες: Ζώης Σπ. Κουτρούλης για το www.itsonlyarts.com

* Το δεύτερο μέρος της συνέντευξης θα δημοσιευθεί τις αμέσως επόμενες ημέρες. Αφορά την παρουσία της διεθνούς έκθεσης documenta 14 για πρώτη φορά στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στην Αθήνα.