Οι γλυπτικές αισθήσεις του Γιώργου Χουλιαρά. Συνάντηση με την Έλενα Ντάκουλα.

Στην
εποχή μας, και ειδικά στην πολιτική, υπάρχει μεγάλη χυδαιότητα. Ευτυχώς η τέχνη
σε βοηθάει να ξεφύγεις, σε ανεβάζει σε άλλο επίπεδο.

 H γλυπτική πάντα με γοήτευε και θαυμάζω τους
ανθρώπους που μπορούν με τη δεξιότητα αλλά και τη φαντασία τους να δώσουν μορφή
και ψυχή σε ψυχρά και άψυχα υλικά, δημιουργώντας συνειρμικές εικόνες,
προκαλώντας ποικίλα συναισθήματα στον θεατή.
Και αυτά ένιωσα όταν βρέθηκα στο πανέμορφο
κτίριο της γκαλερί Ευριπίδη όπου από την 1η Φεβρουαρίου φιλοξενείται η ατομική έκθεση του γλύπτη Γιώργου Χουλιαρά, ενός καλλιτέχνη με μακρόχρονη και
επιτυχημένη πορεία στον εικαστικό χώρο και μία ανοικτή αντίληψη για τη
γλυπτική, η οποία ξεφεύγει από τον παραδοσιακό τρόπο που μπορεί να την έχει
κάποιος στο μυαλό του.
  
Το πρώτο έργο που είδα ήταν ένα επιβλητικό
γλυπτό ύψους δύο μέτρων με τη μορφή ενός δέντρου. Ένα δέντρο διαφορετικό από τα
συνηθισμένα, που μόνο το σχήμα του μαρτυρούσε την ιδιότητά του. Φτιαγμένο από
ατσάλι, φορτωμένο σαν τα χριστουγεννιάτικα με διάφορα ψυχρά μέταλλα,
διαφορετικών ποιοτήτων, σχημάτων και χρωμάτων με ιδιαίτερο φως στο εσωτερικό
του.
 

Του χειμώνα ( Φωτό Έλενα Ντάκουλα )

Αν και το μέταλλο σαν υλικό υπήρξε ένα από τα
κύρια υλικά που επεξεργάστηκε στην πολύχρονη ενασχόλησή του με τη γλυπτική, η
τωρινή του δουλειά είναι, όπως τόνισε, η απάντησή του στην κρίση, ότι δηλαδή
ευτελή, φθηνά υλικά μπορούν με την κατάλληλη σύνθεση και επεξεργασία να
εξελιχθούν και «να εικονοποιήσουν αισθήσεις, οι οποίες παραπέμπουν συνειρμικά
σε κοινές εικόνες και εμπειρίες».

«Αυτό χτίστηκε πάνω σε μία κλίμακα, σιγά – σιγά,
έναν χειμώνα, περίοδο γιορτών, και είναι αποτέλεσμα ενός διάλογου με υλικά που
υπήρχαν στο εργαστήριό μου από προηγούμενες δουλειές» μου είπε απαντώντας στην
ερώτησή μου για τα υλικά που χρησιμοποιεί καθώς και για το πώς κατέληξε στο
συγκεκριμένο γλυπτό.
Η απάντηση αυτή πήγε αναπόφευκτα τη συζήτηση
στην κρίση και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι νέοι γενικότερα αλλά και οι
καλλιτέχνες ειδικότερα καθώς και στο νέο κύμα μετανάστευσης που μαστίζει τη
χώρα μας.
Η άποψή του τεκμηριωμένη και σαφής: «Η κρίση,
δυστυχώς, δεν μας έχει ξυπνήσει ακόμη. Δεν φαίνεται να ‘χουμε καταλάβει και
πολλά. Στην εποχή μας, και ειδικά στην πολιτική, υπάρχει μεγάλη χυδαιότητα.
Ένας πολιτικός που ανέκαθεν ξεχώριζε ήταν ο Στέφανος Μάνος. Έλεγε σωστά
πράγματα, αλλά κανείς δεν τον άκουγε. Τώρα έχουμε μπλέξει. Ευτυχώς όμως, η
τέχνη σε βοηθάει να ξεφύγεις απ’ όλα αυτά, σε ανεβάζει σε άλλο επίπεδο. Στις
δύσκολες αυτές μέρες, αυτό που τονίζω στους φοιτητές μου είναι ότι με μηδενικό
κόστος μπορεί κάποιος να φτιάχνει πράγματα. Με το τίποτα κάνεις έργο. Αρκεί να
είσαι φρέσκος, να αγαπάς τη ζωή και να παρατηρείς τα πράγματα. Η γλυπτική με
την παρουσία της ομορφαίνει και φορτίζει έναν χώρο. Απαιτεί όμως σκληρή δουλειά
και ανοικτό μυαλό».
Όσο για τους μετανάστες της σημερινής εποχής
σε σχέση με τους μετανάστες της εποχής που αναφέρεται το γνωστό γλυπτό του ο
«Έλληνας Μετανάστης» το οποίο βρίσκεται στο Μόντρεαλ, θεωρεί ότι υπάρχει
σημαντική διαφορά. «Τότε όσοι έφευγαν δεν ήξεραν πού πήγαιναν, ούτε τι θα βρουν
εκεί. Τους πονούσε ο ξεριζωμός από την Ελλάδα. Οι σημερινοί μετανάστες δεν
είναι το ίδιο. Είναι μορφωμένοι, καλλιεργημένοι, ξέρουν πού πάνε, ξέρουν τι θα
βρουν και πολλοί λένε “ευτυχώς που έφυγα”, γεγονός που με στενοχωρεί
και με θυμώνει. Σίγουρα πάντως το εξωτερικό δεν είναι πανάκεια».
Εδώ και λίγο καιρό ενημέρωσε τους
διαδικτυακούς τους φίλους ότι έχει αποφασίσει να απέχει «…από πολιτικά θέματα
κριτικής και διαλόγου πάνω σε αυτά… καθώς θεωρώ ότι η διακίνηση κριτικής και
σχολίων στο fb για την παρελθούσα και τρέχουσα πολιτική κατάσταση, στο
μεγαλύτερο ποσοστό, αφορά ιδιοτέλεια, ασυναρτησία, ημιμάθεια και τέλος
απωθημένα… Άλλωστε το πρόβλημά μας είναι κατά βάσιν πολιτιστικό!!!»
Αφήνοντας πίσω τα πολιτικά και γυρνώντας στα
πολιτιστικά και μέσα από μία πολύ ωραία, ελεύθερη κουβέντα, κατάλαβα ότι ο
σπουδαίος αυτός καλλιτέχνης διατηρεί μέχρι σήμερα την ίδια αγάπη που είχε για
την τέχνη, όπως τότε που ήταν 20 χρονών.
Μου μίλησε για την πρώτη του επαφή με τη
γλυπτική η οποία έγινε στα μαθητικά του χρόνια σε μία επίσκεψη στο Αρχαιολογικό
Μουσείο. Μαγεύτηκε από τον μοναδικό τρόπο που η γλυπτική συνδέει το συναίσθημα
με την ανόργανη ύλη και αυτή την τέχνη αποφάσισε να τη σπουδάσει και να την
υπηρετήσει.
Το κάθε του έργο το αντιμετωπίζει, όπως μου
είπε, σαν έναν πρόβλημα που πρέπει να λύσει και αυτός ο αγώνας φαίνεται με την
ολοκλήρωσή του. Δεν χρησιμοποιεί προσχέδιο και δεν έχει «αδυναμίες» σε
συγκεκριμένα έργα. Τα αγαπάει όλα και το κάθε ένα ξεχωριστά. Δεν λυπάται να τα
αποχωριστεί και χαίρεται όταν αυτά πάνε σε καλά χέρια.

Το εργαστήριό του βρίσκεται στον Βύρωνα. Εκεί
μέσα νιώθει ευτυχισμένος. Λατρεύει την Ελλάδα, η οποία είναι «πολλές χώρες μέσα
σε μία…», αλλά και την Αθήνα με τις μοναδικές γωνιές, τα κρυφά, υπέροχα
σημεία, τον ουρανό και τον ήλιο της. Απολαμβάνει βόλτες στη φύση, σε στιγμές
χαλάρωσης και περισυλλογής.
Εξακολουθεί να είναι ο «Δάσκαλος» και να
διατηρεί στενές, δημιουργικές σχέσεις με νέους καλλιτέχνες – πρώην φοιτητές του
της ΑΣΚΤ, με τους οποίους έχει κάνει σημαντικές εικαστικές επεμβάσεις σε
διάφορα σημεία της Ελλάδας, καθώς και πολλές παρουσίες σε εκθέσεις παλεύοντας
κόντρα στις στερήσεις των καιρών και τη κρίση αξιών της εποχής «για μία
γλυπτική με ήθος και ποιότητα», όπως επισημαίνει.

Μέσα από τη μακρόχρονη συνεργασία με το ζεύγος
αρχιτεκτόνων Αντωνακάκκη, βασισμένη στην οργανική σχέση γλυπτικής και
αρχιτεκτονικής, έχει να παρουσιάσει πληθώρα αντικειμένων καθημερινής χρήσης
καθώς και γλυπτικές κατασκευές σε κατοικίες, μουσεία κ.ά. Το κάθε αντικείμενο
όμως είναι μοναδικό γιατί «κάθε στιγμή είναι διαφορετική. Στην τέχνη δεν
μπορείς να επαναλαμβάνεις γιατί, διαφορετικά, απέτυχες».

Περπατήσαμε μαζί στους χώρους της έκθεσης οι
οποίοι βοηθούν πολύ στην ανάδειξη του κάθε έργου. Άλλο είναι κατασκευαστικά
πολύπλοκο, άλλο πιο απλό, όλα όμως καταφέρνουν να δημιουργούν αισθήσεις. Η
σύνθεση με τη μορφή ενός εξαπτέρυγου στο πάνω άκρο και μεταλλικά στοιχεία που
δίνουν την εντύπωση ότι βγαίνουν με φόρα προς τα έξω παραπέμπει στο Πάσχα και
τη δύναμη της Άνοιξης.
 

Της Άνοιξης ΙΙ (αριστερά), του Χειμώνα ΙΙ (δεξιά)
( Φωτό Έλενα Ντάκουλα)

Λεπτομέρεια από το γλυπτό της Άνοιξης ΙΙ
( Φωτό Έλενα Ντάκουλα )

Μία άλλη κάθετη σύνθεση με κομμάτια από σίδερο
και ατσάλι, στο χρώμα της σκουριάς, λυγισμένα, τοποθετημένα και συγκολλημένα
μεταξύ τους με κλίση προς τα κάτω σε κάνει να σκεφτείς το φθινόπωρο, το σάπισμα
και την πτώση των φύλλων.
Του Φθινοπώρου ( Φωτό Έλενα Ντάκουλα )
Αλλά όπως χαρακτηριστικά μου είπε, «Δεν έχω τη
φιλοδοξία να εικονογραφήσω τις εποχές − πράμα που με ξεπερνάει −, γι’ αυτό και
τα τιτλοφορώ “της άνοιξης, του καλοκαιριού, του χειμώνα”»
 

Νυχτερινό Καλοκαιριού Ι & Νυχτερινό Καλοκαιριού 11
( Φωτό   Katoufas brothers )
Μία γαλαζοπράσινη υαλόμαζα φαίνεται να είναι
εγκλωβισμένη μέσα στη σύνθεση που την περιβάλλει, αλλά εκτός από την ίδια
«εγκλωβίζεται» και το βλέμμα του θεατή στο ιδιαίτερο αυτό γλυπτό.

Εγκλωβισμός
( Φωτό Έλενα Ντάκουλα )

Στην έκθεση εκτίθενται και μία μεγάλη σειρά
από μεταλλικά γλυπτά πολυμορφικά καθώς και άλλα στα οποία κυριαρχεί η ανθρώπινη
φιγούρα σε διάφορες στάσεις και φάσεις.
Τελειώνοντας θυμήθηκα κάτι που είχε γράψει
στον πρόλογο ενός βιβλίου: «Όταν ήμουν μικρός, έβλεπα μπροστά τη ζωή σαν μία
γραμμή από πετρούλες που έφταναν ως το 2000. Τότε, με δέος σκεπτόμουν, θα ‘μαι
53 ετών…» και αυθόρμητα μου είχαν έρθει στο μυαλό τα αναμμένα και σβηστά
κεριά του Καβάφη. Τον ρώτησα τι σκέπτεται τώρα κοιτώντας πίσω, στο μακρινό
πλέον 2000 και τι έχουν απογίνει αυτές οι πετρούλες.

Και η απάντησή του ήταν απλή και συγκλονιστικά
αληθινή: «Έχουν γίνει έργα. Και τα έργα μένουν». Και εδώ είναι η διαφορά με τα
κεριά. Τα κεριά λιώνουν αφήνοντας πίσω καπνό και μία θλιβερή γραμμή, ενώ τα
έργα αντέχουν στο χρόνο αφήνοντας πίσω μία παρακαταθήκη και κληρονομιά για τις
επόμενες γενιές.
Και αυτή πρέπει να είναι η μεγαλύτερη
ανταμοιβή και ικανοποίηση για έναν καλλιτέχνη.

Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την έκθεση
στο Guide της Athens Voice
 



ΕΛΕΝΑ
ΝΤΑΚΟΥΛΑ

Σπούδασε Διαφήμιση και Δημόσιες Σχέσεις και
εργάστηκε στο τμήμα Δημοσίων Σχέσεων της “AVINOIL S.A.” του Ομίλου
Βαρδινογιάννη και της ημερήσιας εφημερίδας «Μεσημβρινή» του ιδίου Ομίλου καθώς
και στο τμήμα Διεθνών Συναλλαγών της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας, στο
υποκατάστημα της Βοστώνης.
Σταμάτησε να εργάζεται όταν γεννήθηκε το πρώτο
της παιδί και επέστρεψαν στην Ελλάδα. Όταν ο χρόνος της το επέτρεψε έμαθε
ισπανικά, κληρώθηκε στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο και ολοκλήρωσε επιτυχώς
το πρόγραμμα «Ισπανική Γλώσσα και Πολιτισμός».
Πιστεύοντας στη δια βίου μάθηση παρακολούθησε
κύκλους σεμιναρίων για φιλοσοφία, τέχνη και πολιτισμό, τα οποία εκπονήθηκαν από
την «Ακαδημία Πλάτωνα» και τον «Κωστή Παλαμά», υπό την αιγίδα του
Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Λάτρης της Αθήνας, δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον
σε ό,τι αφορά τα πολιτιστικά δρώμενα της πόλης με ενεργό συμμετοχή και
εθελοντική εργασία σε αντίστοιχες ομάδες, συλλόγους και σωματεία.
Εκτός από τα ταξίδια και τη Σίφνο αγαπάει πολύ
τα ζώα έχοντας ιδιαίτερη αδυναμία στις 7 οικόσιτες γάτες της. Αρθρογραφεί στην Athens Voice
.
Είναι παντρεμένη και έχει δύο κόρες.