Αναδρομική έκθεση με τα κωλάζ* του Λαογράφου – Συγγραφέα Ηλία Πετρόπουλου ( Φωτορεπορτάζ ).

Στον
εξαιρετικό χώρο του
UNDERFLOW, στο σταθμό του Μετρό
Συγγρού – Φιξ, βρίσκονται από την Πέμπτη
3 Νοεμβρίου
τα «ΚΟΛΑΖ» του μεγάλου Λαογράφου – Συγγραφέα Ηλία Πετρόπουλου. Ο
«αιρετικός» δημιουργός δηλωμένος αντικληρικαλιστής, πολέμιος του κατεστημένου
και της μίζερης πραγματικότητας που δημιουργεί η κάθε είδους εξουσία –
διεφθαρμένη ή μη – δέχθηκε το ανηλεές κυνηγητό και τις διώξεις όλων όσων
αισθάνθηκαν πως θίγονταν τα συμφέροντά τους από τα γραπτά και τους λόγους του. Φυλακίστηκε
κι όμως παρέμεινε για πάντα ελεύθερος! 

Η σύντροφος του Ηλία Πετρόπουλου Μαίρη Κουκουλέ υποδέχεται τον Κώστα Τσόκλη
 Η προσωπική του στάση ίδια, απ’ την αρχή
έως και το τέλος, όταν και η τέφρα του σκορπίστηκε στους υπονόμους του
πανέμορφου Παρισιού που τόσο αγάπησε. Αυτή ωστόσο δεν ήταν σε καμιά περίπτωση
μια απλή ιδιοτελής κίνηση υστεροφημίας και δημιουργίας εντυπώσεων, αλλά
βαθύτατη πίστη και συνέπεια σε όλα όσα πρέσβευε και κυνηγήθηκε γι’ αυτά.



«Χρειάζεται μεγάλο ταλέντο για να καταλήξεις αντιπαθητικός…»

Οι φίλοι του Ηλία Πετρόπουλου, ο Αλέκος
Φασιανός, ο Κώστας Τσόκλης, ο Αλέξης Ακριθάκης «έντυσαν» με τα έργα τους τα
εξώφυλλα των βιβλίων του, και το αποτέλεσμα ήταν πάντοτε εντυπωσιακό, σχεδόν
τέλειο. Τελειομανής άλλωστε και ο ίδιος, ήθελε να δίνει πάντα τον καλύτερο του
εαυτό, σε οτιδήποτε έβγαινε από μέσα του και προοριζόταν να γίνει κοινό. Η
αισθητική του απαράμιλλη, και αυτό ήταν κάτι το οποίο τον συντρόφευε πάντα σε
όλες τις εκφάνσεις της ζωής του. Όπως η Μαρία, η λατρεμένη σύζυγός του, η οποία
δεν έλειψε ποτέ από το πλευρό του και έκανε πράξη κάθε του επιθυμία. «Ήταν χρυσοχέρης, ό,τι και αν έπιανε στα
χέρια του γινόταν έργο Τέχνης, και καταπιανόταν με πολλά…»
, την ακούσαμε να
λέει στα εγκαίνια της πανέμορφης έκθεσης στο
UNDERFLOW. Εκεί που είχαμε την τύχη να δούμε δεκάδες
εικαστικούς, ανθρώπους των γραμμάτων και του αληθινού πνεύματος, επιστήθιους
φίλους του Ηλία Πετρόπουλου αλλά κι ανθρώπους που επισκέφθηκαν την έκθεση για
να δουν από κοντά τα εικαστικά γεννήματα ενός «αιρετικού», που όπως ο ίδιος δήλωνε
δεν ήταν ποτέ με τον Θεό αλλά πάντοτε με τον Διάβολο αφού ο Θεός ήταν, είναι
και θα είναι Κυβέρνηση. Αν έβρισκε κάτι συμπαθητικό αυτό ήταν ο Διάβολος, ποτέ
ο Θεός…
Ο χώρος του UNDERFLOW
εκτείνεται
σε τρία διαφορετικά επίπεδα ( ισόγειο/υπόγειο/πατάρι ) 400 τ.μ. φιλοξενώντας
χώρους διάθεσης βινυλίων και ψηφιακών δίσκων, εικαστικών παρουσιάσεων και
εκθέσεων, συναυλιών και καλλιτεχνικών εκδηλώσεων. Βρίσκεται σε κομβικό σημείο (
έναντι σταθμού Μετρό Συγγρού – Φιξ ) και αποτελεί σημείο συνάντησης εικαστικών
και καλλιτεχνών απ’ όλους τους χώρους, συγγραφέων και ποιητών, μουσικών και
δημιουργών, οι οποίοι έχουν τη δυνατότητα να συνομιλήσουν, να παρακολουθήσουν
δρώμενα, να εκφραστούν μέσα από τις δημιουργίες τους και να παρουσιάσουν αυτά
που επιθυμούν. Ο χώρος λειτουργεί: από
Δευτέρα έως Παρασκευή 11 π.μ. – 9 μ.μ. και Σάββατο 10 π.μ. – 4 μ.μ. στη διεύθυνση
Καλλιρρόης 39 Νέος Κόσμος ( απέναντι
από τη στάση ΣΥΓΓΡΟΥ- ΦΙΞ του μετρό/τραμ ) Τηλ:
21 1403 9926.
Υπεύθυνος
: Βασίλης
Φιλιππακόπουλος.
Ζώης Σπ.
Κουτρούλης

 *Το λογοπαίγνιο του τίτλου ανήκει στους αγαπημένους φίλους του Ηλία Πετρόπουλου.


Ο
αμετανόητος Ηλίας Πετρόπουλος
Ο Πετρόπουλος ( τον Σεπτέμβριο συμπληρώθηκαν
13 χρόνια από τον θάνατό του ) εκτός από το ότι υπήρξε ο πρώτος Έλληνας
λαογράφος που ασχολήθηκε με το περιθώριο, ήταν κάτι πολύ περισσότερο από αυτό:
διέθετε τη σχολαστικότητα του ερευνητή, αλλά και τη ματιά ενός ποιητή που
μπορούσε και έδινε υπόσταση και αξία σε θέματα παράταιρα, που θεωρούνταν
ελάσσονος σημασίας. Κάπως έτσι θα προέκυπτε ένα έργο πολύπτυχο,
ιδιοσυγκρασιακό, έντονα προσωπικό, επιστημονικά πρωτοποριακό και -εν τέλει-
διαχρονικό.
Αναρχικός, άθεος και αμοραλιστής εκ
πεποιθήσεως, συγγραφέας εξαιρετικών ικανοτήτων, αριστερός δίχως άμεση
αντιδικτατορική δράση, εκ φύσεως απρόβλεπτος, αλλά και αμετανόητος ακόμη και
στα λάθη του, οξύνους, αιχμηρός, ιοβόλος και προκλητικός, μεθοδικός και εξαντλητικά
εργατικός, ο Ηλίας Πετρόπουλος δύσκολα συνοψίζεται. Ήταν ένας επαγγελματίας -θα
έλεγε κανείς- «ερασιτέχνης» της λαογραφίας, της γλώσσας, της κριτικής και της
ποίησης ο οποίος κατάφερε να διευρύνει τους ορίζοντες ετερόκλητων γνωστικών
πεδίων. Μία πολυσχιδής προσωπικότητα που είχε τη μανία της συλλογής, της
κατάταξης, της αρχειοθέτησης και της τεκμηρίωσης ή αλλιώς, ένας «καθολικός
διανοούμενος»: το πολυπρισματικό έργο του, άλλωστε, δεν αφήνει περιθώρια για
μια διαφορετική άποψη. Πάνω απ’ όλα, όμως, ήταν ένας σημαντικότατος λαογράφος,
που έμελλε να γίνει κυρίως γνωστός για την εκτεταμένη έρευνά του πάνω στα
ρεμπέτικα τραγούδια του αστικού υποκόσμου, τα λεγόμενα «ελληνικά μπλουζ», τα
οποία -το 1968- ανθολόγησε και προηγουμένως μελέτησε, διεξοδικά, στο κοινωνικό
τους περιβάλλον.


Εάν σήμερα εκπλήσσει το γεγονός ότι ο Ηλίας
Πετρόπουλος ασχολήθηκε περιπαθώς με απρόσμενα θέματα -όπως ήταν τα καλιαρντά-
μία εξοικείωση με τη βιογραφία του θα αρκούσε από μόνη της για να ξεδιαλύνει το
μυστήριο. Γεννήθηκε το 1928 στην Αθήνα, αλλά μερικά χρόνια αργότερα,
εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη. Είναι σε αυτήν την επαφή
του με την κοσμοπολίτικη πρωτεύουσα της Μακεδονίας που ξεκινάει το έντονο
ενδιαφέρον του για τη γλώσσα, αλλά και η εμμονή του με το διάβασμα. Ο πατέρας
του συμμερίζεται αυτήν την προδιάθεση του γιου του για την ανάγνωση και τον
ενθαρρύνει αγοράζοντάς του ποιήματα του Βερλέν και του Μποντλέρ. Όμως οι καιροί
ήταν δύσκολοι και η ποίηση σύντομα θα έμοιαζε με μια μάλλον περιττή πολυτέλεια:
Τον Οκτώβριο του ’44, κατά τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής, σκοτώνουν τον
πατέρα του. Από τη μία, αυτή η εξέλιξη τον αναγκάζει να εγκαταλείψει το σχολείο
και να δουλέψει ως εργάτης οδοποιίας. Απ’ την άλλη, ωστόσο, άρχισε να
περιδιαβαίνει στα μάγκικα στέκια και τους τεκέδες, ανακαλύπτοντας έναν άγνωστο,
μυστικό, υπόγειο και γοητευτικό κόσμο, με τους δικούς του αινιγματικούς κώδικες
και τους συχνά άγνωστους και ακατανόητους νόμους. Κάπως έτσι, από πολύ νωρίς, προικίστηκε
με ένα οξύ βλέμμα για τη σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης, αλλά και με μια
μόνιμη συμπάθεια για τους περιθωριακούς και τους αδύνατους, μαζί -πάντα- με μία
εγγενή και προκλητική αίσθηση του χιούμορ και μια έντονη προδιάθεση
μελαγχολίας. Εντωμεταξύ, γνωρίζεται με τον πεζογράφο Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη, μία
σχέση καθοριστική για την εξέλιξή του: «Μου έμαθε να βλέπω λοξά, διαγωνίως,
παρανοϊκά, αξονομετρικά, ανορθόδοξα», θα αποκαλύψει στη μελέτη του για τον
ιδιοφυή λογοτέχνη. Και, πράγματι, έπειτα από αυτήν τη γνωριμία ο Πετρόπουλος θα
επιδείξει μία ασυνήθιστη πολυπραγμοσύνη: γράφει παράξενες -για την εποχή-
μελέτες και συνθέτει ποιήματα αφτιασίδωτης απλότητας.


Παράλληλα, εγκαθίσταται στην Αθήνα και
εργάζεται ως δημοσιογράφος. Αλλά είναι το 1968 που θα εκδώσει ένα έργο
μνημειώδες: τα «Ρεμπέτικα Τραγούδια», την πρώτη πραγματεία για τους ανθρώπους
του «περιθωρίου και του υποκόσμου», όπως χαρακτήριζαν τότε τους ρεμπέτες.
Αλίμονο, όμως, για το περιεχόμενο του βιβλίου του καταδικάζεται και εκτίει
ποινή φυλάκισης 18 μηνών στις φυλακές του Γεντί Κουλέ- σαν να ήταν ένας κοινός
εγκληματίας. Μάλιστα, όταν έπειτα από την αποφυλάκισή του εκδίδει τα
«Καλιαρντά» (1972) -μια πρωτοποριακή γλωσσολογική έρευνα για το λεξιλόγιο των
ομοφυλοφίλων- θα φυλακιστεί και πάλι! Ωσπου το 1975 παίρνει την μεγάλη απόφαση
και -με τη σύντροφό του Μαίρη Κουκουλέ- φεύγει οριστικά για το Παρίσι,
ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω του. Μπορεί να ήταν αμετανόητος στις επιλογές του
και να έκανε πάντοτε αυτά που ήθελε, αλλά δεν ήταν απτόητος. Η Ελλάδα τον είχε
πληγώσει ανεπανόρθωτα.
Αυτό, πάντως, το τέλος εποχής για τον Ηλία
Πετρόπουλο δεν θα αργήσει να αποδειχθεί μία νέα αρχή. Ο ίδιος πλέον δείχνει
-από βιβλίο σε βιβλίο- ότι δεν είναι μόνο ένας αστείρευτος και ευρηματικός
ερευνητής της «λαογραφίας του άστεως» αλλά -ταυτόχρονα- και ένας χαρισματικός
συγγραφέας με μία ιδιαίτερα γοητευτική χρήση της γλώσσας: Με εκφράσεις, δηλαδή,
σύντομες και κοφτές, με μία ιερουργική καθαρεύουσα αριστοτεχνικά ταιριασμένη με
την ατόφια δημοτική, με την οποία θα έδινε πνοή σε θέματα που θεωρούνταν άλλοτε
ταμπού και άλλοτε απλώς ασήμαντα: τα ρεμπέτικα, το χασίς, οι οίκοι ανοχής, οι
παροιμίες του υποκόσμου, ο Καραγκιόζης, ο τούρκικος καφές, η φασολάδα, η
φουστανέλα, η τραγιάσκα, τα σίδερα, τα μπαστούνια, οι μαχαιροβγάλτες, οι
κλέφτες, τα νεκροταφεία- όλα θα γίνονταν έργα που χαρτογραφούν τον ελληνικό
υπόκοσμο, την παραδοσιακή τέχνη, τη γλώσσα και τις συνήθειες των λαϊκών
ανθρώπων, την επίδραση των παραδόσεων στην ιστορική μνήμη. Σε κάθε περίπτωση,
ήταν ο πρώτος Ελληνας λαογράφος που ασχολήθηκε με το περιθώριο και κατέγραψε
πρόσωπα και πράγματα περιφρονημένα από την επίσημη Ιστορία.
Αν και ήταν βαθιά απογοητευμένος από την
Ελλάδα, εκείνος πάντοτε φορτωμένος την πατρίδα του υπό μορφήν αρχείων,
σημειώσεων, φωτογραφιών, βιβλίων και ζωηρόχρωμων αναμνήσεων δεν σταμάτησε ποτέ
να γράφει για αυτήν. Και ας τη θεωρούσε μία «κουραστική και αχάριστη χώρα».
Τελευταίο έργο του, άλλωστε, ήταν το εξαιρετικό «Ελλάδος κοιμητήρια» στο οποίο
σημείωνε με μία συγκινητική λεπτότητα: «Ένας – ένας οι φίλοι πεθαίνουν και
βλέπω να αδειάζουν τα χαρακώματα. Η γενιά μου φεύγει, σβήνει, χάνεται. Γράφω
τον σύντομο επίλογο». Λίγο μετά θα ερχόταν και το δικό του τέλος…
Γράφτηκε τον Φλεβάρη του 2014 από τον Γιώργο
Βαϊλάκη.

 «Οι
δικαστές δεν θα καταργηθούν με δολοφονίες. Όλα τα καθεστώτα έχουν δικαστές πριν
αποκτήσουν κάποιο καθεστώς. Εξάλλου, δεν είμαστε διόλου βέβαιοι ότι οι
τρομοκράτες μας είναι βέροι τρομοκράτες. Η ιστορία μυρίζει άσχημα».

«Οι αναίσθητοι με ρωτούν: – γιατί δε
γυρίζεται στην Ελλάδα; Βεβαίως, τυγχάνω υποχρεωτικώς Έλλην, αλλά η χώρα μου με
κουρελιάζει. Δεν θα ‘θελα να ξαναπατήσω στην Αθήνα. Και είπα στη γυναίκα μου: –
όταν ψοφήσω, εδώ στο Παρίσι, να κάψεις το κουφάρι μου στο κρεματόριο και να
ρίξεις τις στάχτες μου στον υπόνομο. Τέτοια είναι η διαθήκη μου».

Τα περισσότερα από τα βιβλία του.

Μπροστά απ’ τα έργα του Ηλία Πετρόπουλου

“Καλλιαρντά”, “ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ” και άλλα πολλά…

Κολάζ αφιερωμένο στον Κώστα Τσόκλη

Αξίζουν την προσοχή