Το μυστικό της οδού Ανακρέοντος. Γράφει η Έλενα Ντάκουλα.

Επισκεφθείτε
μαζί μας ένα κομμάτι μιας άγνωστης Αθήνας, το εργαστήριο του γλύπτη Γιάννη
Παππά.

Ανεβαίνοντας
την Ανακρέοντος στην ασφυκτικά πυκνοκατοικημένη περιοχή του Ζωγράφου, ο
διαβάτης έκπληκτος βλέπει ένα τεράστιο άγαλμα –τον έφιππο ανδριάντα του Μ.
Αλεξάνδρου– να δεσπόζει σε ένα μικρό οικόπεδο. Δίπλα, στον αριθμό 38, ένα
διώροφο σπίτι μέσα σε έναν υπέροχο κήπο γεμάτο αγάλματα –δημιουργίες του Γιάννη
Παππά– αποτελούν μία ευχάριστη «παραφωνία» και όαση πράσινου ανάμεσα στις
αδιάφορες πολυκατοικίες.
Με
αφορμή τον διεθνή θεσμό του Open House, είχα την ευκαιρία να επισκεφθώ το
Εργαστήρι του Γιάννη Παππά ( 1913-2005 ), ενός από τους πιο σημαντικούς
νεοέλληνες γλύπτες, εκπροσώπους της θρυλικής γενιάς του ’30, η οποία άφησε το
στίγμα της στην ιστορία τις σύγχρονης Ελλάδας με την παρουσία της στους χώρους
της τέχνης, της πολιτικής και των επιστημών.
Το
κτίριο χτίστηκε το 1930, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Τσολάκη και ως τη δεκαετία
του ’60 ήταν και κατοικία της οικογένειας του Γιάννη Παππά. Κατόπιν αυτό
προσφέρθηκε από τον γιο του γλύπτη, Αλέκο Παππά, στο Μουσείο Μπενάκη και σήμερα
λειτουργεί ως Μουσείο αφιερωμένο στον καλλιτέχνη με τα έργα του, τα οποία
καλύπτουν τη μεγαλύτερη καλλιτεχνική του παραγωγή από το 1930 έως το 2005 να
έχουν μείνει στο φυσικό τους περιβάλλον. Όπως επιθυμούσε ο καλλιτέχνης, ο
οποίος το 2002 είχε κληροδοτήσει στο Μουσείο ένα μεγάλο κομμάτι της δουλειάς
του, το εργαστήριο αυτό λειτουργεί και ως χώρος εργασίας για τους φοιτητές της
Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών.
Ο
Γιάννης Παππάς γεννήθηκε στην
Κωνσταντινούπολη στις 13 Μαρτίου του
1913
. Μεγάλωσε σε ένα ευκατάστατο και μορφωμένο περιβάλλον με δύο γιατρούς
στην οικογένεια, τον πατέρα του και τον παππού του, πράγμα που δεν τον άφηνε
εντελώς ανεπηρέαστο. Έλεγε χαρακτηριστικά: «Είναι βέβαιο ότι το μόνο που θα
ήθελα και θα μπορούσα να είχα κάνει με αγάπη είναι η ιατρική –και μάλιστα η
χειρουργική– αν… δεν είχα ξεστρατίσει». Το 1922 η οικογένεια εγκαταστάθηκε
στην Αθήνα και το 1930 έφυγε για σπουδές στο Παρίσι, όπου γράφτηκε στη Νομική
και στη Σχολή των Καλών Τεχνών, στο εργαστήριο του καθηγητή Jean Boucher.
To
1939 γύρισε στην Ελλάδα για να υπηρετήσει τη θητεία του και με την κήρυξη του
πολέμου επιστρατεύτηκε και υπηρέτησε στη ζώνη των πρόσω, ως απλός οπλίτης. Το
1941 επέστρεψε από το μέτωπο και όλα τα χρόνια της Κατοχής τα έζησε στην Αθήνα
και εργαζόταν, όσο μπορούσε, στο εργαστήριό του στην περιοχή του Ζωγράφου.
Πολλά μοντέλα του ήταν τα παιδιά από τη γειτονιά. Από το 1945 έως το 1951 έζησε
στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου ως ναύτης στη Ναυτική Βάση της Αλεξάνδρειας. Η
παραμονή του στην πόλη αυτή καθώς και η αρχαία αιγυπτιακή τέχνη επηρέασαν πολύ
και τη δουλειά του. Το 1953 εκλέγεται καθηγητής της Ανώτατης Σχολής Καλών
Τεχνών, όπου για δύο χρόνια διετέλεσε υποδιευθυντής και δέκα διευθυντής. Μέχρι
το 1978, που συνταξιοδοτήθηκε, πήρε πρωτοβουλίες που αναβάθμισαν τη Σχολή και
από τα χέρια του πέρασαν πολλοί από τους νεότερους καλλιτέχνες μας.

Πίστευε
ότι «η γλυπτική είναι τέχνη μακράς πνοής, αντοχής – ώσπου να πάρει μορφή η ύλη
χρειάζεται καιρός» και αυτή η αντοχή αλλά και η προσήλωση που είχε στον
άνθρωπο, δεν τον εγκατέλειψαν ποτέ. «Σ’ όλη τη μακριά σταδιοδρομία μου έμεινα
προσηλωμένος στον άνθρωπο. Δεν μου πέρασε ποτέ από το νου να εγκαταλείψω το
δρόμο που ακολουθούσα, ενώ έβλεπα και παρακολουθούσα τι γινόταν γύρω μου».
Εκτός
από τον ανδριάντα του Μ. Αλεξάνδρου, γλυπτό που ανήκει στο ελληνικό κράτος και
έχει ταλαιπωρηθεί ως προς τη δημόσια τοποθέτησή του, έργα του –ανδριάντες και
προτομές– είναι εγκατεσπαρμένα ανά την Ελλάδα, όπως ο ανδριάντας του Βενιζέλου
στο Πάρκο Ελευθερίας, οι ανδριάντες Βενιζέλου και Τρικούπη στον περίβολο της
Βουλής, του Οδυσσέα Ελύτη στην πλατεία Δεξαμενής, του Μακρυγιάννη στη Διονυσίου
Αρεοπαγίτου, του Ευάγγελου Αβέρωφ – Τοσίτσα στο Μέτσοβο, του Ίωνα Δραγούμη στην
Πλατεία Μακεδονομάχων Θεσσαλονίκης, του Παντελή Πρεβελάκη στο Ρέθυμνο κ.ά. Πολύ
γνωστό έργο του είναι το άγαλμα του φίλου του και γλύπτη Χρήστου Καπράλου το οποίο
έκανε στο Παρίσι το 1936. Ο «Χρήστος Καπράλος» εντυπωσιάζει με τη φυσική του
στάση (γερμένο κεφάλι, ένα χέρι στην τσέπη) αλλά κυρίως με την έκφραση του
προσώπου του.
Το
1980 εκλέχθηκε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Πέθανε στην Αθήνα το 2005. Ο Γιάννης Παππάς ήταν ένας καλλιτέχνης
πιστός στην ανθρωποκεντρική απεικόνιση και αυτό φαίνεται τόσο από τα γλυπτά του
όσο και από τα έργα ζωγραφικής τα οποία βρίσκονται σε δύο διαφορετικά επίπεδα,
στον πρώτο όροφο, πάνω από το εργαστήριο. Σε πολλά είναι εμφανής η επιρροή από
την παραμονή του στην Αίγυπτο. Όπως έλεγε χαρακτηριστικά «υπήρξε και υπάρχει
πάντοτε για μένα ένας ισχυρός κρίκος που συνδέει τη γλυπτική με τη ζωγραφική,
το σχέδιο».


Έλενα Ντάκουλα
Σπούδασε
Διαφήμιση και Δημόσιες Σχέσεις και εργάστηκε στο τμήμα Δημοσίων Σχέσεων της
“AVINOIL S.A.” του Ομίλου Βαρδινογιάννη και της ημερήσιας εφημερίδας
«Μεσημβρινή» του ιδίου Ομίλου καθώς και στο τμήμα Διεθνών Συναλλαγών της
Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας, στο υποκατάστημα της Βοστώνης.
Σταμάτησε
να εργάζεται όταν γεννήθηκε το πρώτο της παιδί και επέστρεψαν στην Ελλάδα. Όταν
ο χρόνος της το επέτρεψε έμαθε ισπανικά, κληρώθηκε στο Ελληνικό Ανοικτό
Πανεπιστήμιο και ολοκλήρωσε επιτυχώς το πρόγραμμα «Ισπανική Γλώσσα και
Πολιτισμός».
Πιστεύοντας
στη δια βίου μάθηση παρακολούθησε κύκλους σεμιναρίων για φιλοσοφία, τέχνη και
πολιτισμό, τα οποία εκπονήθηκαν από την «Ακαδημία Πλάτωνα» και τον «Κωστή
Παλαμά», υπό την αιγίδα του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Λάτρης
της Αθήνας, δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον σε ό,τι αφορά τα πολιτιστικά δρώμενα της
πόλης με ενεργό συμμετοχή και εθελοντική εργασία σε αντίστοιχες ομάδες,
συλλόγους και σωματεία.
Εκτός
από τα ταξίδια και τη Σίφνο αγαπάει πολύ τα ζώα έχοντας ιδιαίτερη αδυναμία στις
7 οικόσιτες γάτες της. Αρθρογραφεί στην AthensVoice .
Είναι
παντρεμένη και έχει δύο κόρες.