Τα θραύσματα χαρτιού του Μιχάλη Αμάραντου. Γράφει η Έλενα Ντάκουλα.

Μια συνάντηση με αφορμή τη νέα του 
έκθεση στην Γκαλερί «Ευριπίδης».

 Συνάντησα τον Μιχάλη Αμάραντο λίγο πριν τα
εγκαίνια της ατομικής του έκθεσης στην Γκαλερί «Ευριπίδης». Μπαίνοντας στην
αίθουσα τον βρήκα καθισμένο στον πάγκο, με ένα φλιτζάνι καφέ στο χέρι και τα
έργα του κρεμασμένα γύρω-γύρω στους τοίχους, έτοιμα να παρουσιαστούν και να
αφεθούν στην κρίση του κοινού.
Αισθάνθηκα ότι εκείνη η συγκεκριμένη στιγμή
ήταν η τελευταία του καλλιτέχνη μόνου μαζί με τα έργα του, μια και εκείνα σε
λίγο θ’ άρχιζαν το ταξίδι το οποίο θα τους δώσει λόγο ύπαρξης. Γιατί, όπως λέει
ο Μιχάλης Αμάραντος, «για να υπάρξει ένα έργο, πρέπει να εκτεθεί και μετά αυτό
θα μιλήσει από μόνο του, στον κάθε θεατή διαφορετικά, μια και δεν έχουν όλοι
τις ίδιες προσλαμβάνουσες. Ο σκοπός της τέχνης είναι να σε βάζει σε μία
διαδικασία, να σε προκαλεί».

Ο Μιχάλης Αμάραντος ανήκει στην κατηγορία
εκείνη των τυχερών ανθρώπων που από πολύ μικρή ηλικία απαντούν με σιγουριά στην
ερώτηση των μεγάλων «Τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις;». Από μικρός ήξερε ότι ήθελε
να γίνει ζωγράφος! Τα πρώτα του ερεθίσματα με την τέχνη ήταν από τις εικόνες
των σχολικών του τετραδίων, τα γνωστά κίτρινα τετράδια της εταιρείας «ΦΟΙΝΙΞ».

Αργότερα, μια και δεν υπήρχε πληθώρα βιβλίων
με θέμα την τέχνη, αλλά ούτε και η φωτοτυπία είχε μπει στην καθημερινότητά μας,
πήγαινε στο Ευγενίδειο Ίδρυμα που ήταν κοντά στο σπίτι του και είχε πλούσια
βιβλιοθήκη και ξεφύλλιζε τα βιβλία τέχνης, κρατούσε σημειώσεις και μετά
προσπαθούσε να φτιάξει τα σχέδια. Εκεί γνώρισε για πρώτη φορά τον αγαπημένο του
Matisse, τον Picasso και άλλους πολλούς.

Το πρώτο του έργο, 1969

Τα χρόνια εκείνα, το να έλεγε κάποιος ότι
ήθελε να γίνει ζωγράφος ήταν αρκετό για να προκαλέσει αντιδράσεις εκ μέρος των
γονιών, κάτι που ισχύει ακόμη και σήμερα αλλά όχι με τέτοια ένταση. Έτσι,
άρχισε να προετοιμάζεται για να δώσει εξετάσεις στο Πολυτεχνείο, πράγμα που δεν
έμελλε να συμβεί μια και το μυαλό του ήταν στο πώς θα φύγει από το φροντιστήριο
«Ηράκλειτος» για να πάει για μάθημα ζωγραφικής στη σχολή του Βογιατζή, στην οδό
Σόλωνος. Αυτό όμως τον βοήθησε να εκπληρωθεί το όνειρό του και να περάσει με
επιτυχία τις εξετάσεις της ΑΣΚΤ όπου μαθήτευσε δίπλα στον Δημήτρη Μυταρά και
τον Δημοσθένη Κοκκινίδη. Τα πρώτα του έργα του εκτέθηκαν στην γκαλερί «Ώρα» με
τη συμμετοχή του σε ομαδική έκθεση νέων δημιουργών.

Το να βιοποριστεί ένας νέος εικαστικός μόνο
από την τέχνη είναι κάτι σχεδόν ανέφικτο και έτσι τα πρώτα χρόνια της
καλλιτεχνικής του πορείας, παράλληλα με τη ζωγραφική, ασχολήθηκε με επιμέλεια
βιβλίων και εκδόσεων και τη σκηνογραφία. Τα τελευταία χρόνια, η τέχνη είναι
αυτή που τον έχει απορροφήσει ολοκληρωτικά. Όπως είπε χαρακτηριστικά: «Ζω με
την τέχνη. Έχουμε γνωριστεί, είναι μία σχέση η οποία έχει αντέξει στα χρόνια».

Αναπόφευκτα η συζήτηση πήγε στην κρίση και
στον αντίκτυπο που έχει αυτή στον κόσμο της τέχνης, έναν κόσμο ο οποίος
πλήττεται σκληρά απ’ αυτήν και η τέχνη φαντάζει σαν μία πολυτέλεια τη στιγμή
που οι περισσότεροι άνθρωποι προσπαθούν να επιλύσουν βασικά θέματα επιβίωσης.
«Η κρίση ξεκίνησε σαν κρίση ηθικής και κρίση αξιών και τώρα πλέον έχει
εξαπλωθεί παντού. Είχαμε χάσει το μέτρο. Δημιουργούσαμε ανάγκες επίπλαστες.
Πάντα όμως υπάρχουν και θετικά μέσα σε μία περίοδο κρίσης. Μαθαίνουμε να
είμαστε ολιγαρκείς. Η εποχή είναι πιο ειλικρινής και ίσως βγουν και πιο
ειλικρινείς δουλειές καθώς και νέοι, εναλλακτικοί τρόποι έκφρασης. Δεν έχει
χαθεί το ενδιαφέρον για την αγορά της τέχνης, αλλά η δυσπραξία που υπάρχει μας
αναγκάζει όλους να προσαρμοστούμε στη νέα πραγματικότητα. Ο καλλιτέχνης κάνει
αυτό που θέλει χωρίς να τον κυνηγάει απαραίτητα ο χρόνος της παραγωγής. Η
ζωτική ανάγκη του για να εκφράζεται δεν σταματά ποτέ και όταν αυτή ωριμάζει,
αποτυπώνεται, μέσω των έργων, σαν μία πρόταση για όσα συμβαίνουν, η οποία θα
πρέπει να είναι προσβάσιμη σε όσο δυνατόν περισσότερο κόσμο».
Εμπνέεται από απλά, καθημερινά πράγματα. Μένει
σε μία μονοκατοικία με κήπο στον Άγιο Σώστη και αυτό του έδωσε το έναυσμα για
να ζωγραφίσει μία ολόκληρη σειρά από πουλιά και φυτά. Αντικείμενα που υπάρχουν
πάνω σε ένα γραφείο είναι το θέμα μίας άλλης σειράς σκίτσων που έγιναν κατά τη
διάρκεια τηλεφωνικών συνδιαλέξεων. Το χαρτί είναι το αγαπημένο του υλικό. Το
θεωρεί λιτό, απλό και πολύ φιλικό. Άλλωστε, όπως είπε, «ένα κομμάτι χαρτί και
ένα μολύβι είναι τα πρώτα που έχουμε σαν παιδιά, όταν προσπαθούμε να κάνουμε τα
πρώτα μας σχέδια».
Βλέποντας τα σχέδιά του, τα οποία αποτελούνται
κυρίως από μονοχρωματικά ή ασπρόμαυρα ανθρώπινα πρόσωπα, μπορεί κάποιος να
παρατηρήσει ότι τα περισσότερα απ’ αυτά είναι ζωγραφισμένα πάνω σε χαρτί ενός
ακανόνιστου σχήματος. Πολλά δε σχέδια, πάνω σε χαρτόνια δίνουν την ψευδαίσθηση
ότι βγαίνουν προς τα έξω, ότι είναι τριασδιάτατα. Το πιθανόν ερώτημά μου
απαντήθηκε όταν μου εξήγησε την τεχνική του. «Όλα αυτά ήταν κομμάτια χαρτί – εξ
ου και ο τίτλος της έκθεσης «θραύσματα χαρτιού − ή κομμάτια από χαρτονένια
κουτιά που υπήρχαν αφημένα πάνω στο γραφείο μου ή σε ένα δωμάτιο, και αντί να
τα πετάξω τα χρησιμοποίησα σαν καμβά». Λατρεύει την αμεσότητα του κοψίματος του
χαρτιού, όπου φαίνεται και η οξύτητα του κοπιδιού. Μολύβι, κάρβουνο, ακρυλικά
είναι τα υλικά που χρησιμοποιεί.
Εκτός από τα έργα ζωγραφικής στην έκθεση
υπάρχουν και μερικά πολύ ιδιαίτερα γλυπτά από σίδερο τα οποία σχηματίζουν
δαιδαλώδη πρόσωπα. Το έργο βγαίνει από τη σκιά του και το κενό είναι αυτό που
δίνει τη φόρμα.
Η επανάληψη τον πλήττει και θεωρεί ότι είναι
τροχοπέδη στην εξέλιξη. Δεν έχει ιδιαίτερη αδυναμία για συγκεκριμένα έργα του,
γιατί δεν θέλει ν’ αδικεί κανένα. Δείχνει όμως με καμάρι το πρώτο του έργο, που
έκανε το 1969.
Πιστεύει ότι «είναι πάρα πολύ σημαντικό για
έναν άνθρωπο να κάνει αυτό που θέλει», και παρόλο που πολλές φορές οι γονείς
αποτρέπουν τα παιδιά από τον δρόμο της τέχνης θα τα συμβούλευε «να ψάξουν να
βρουν τι ακριβώς θέλουν να κάνουν και να το ακολουθήσουν με ειλικρίνεια, σκληρή
δουλειά και αφοσίωση, κλείνοντας τα αυτιά τους στις σειρήνες, οι οποίες
δυστυχώς είναι πολλές».
Για το μέλλον αλλά και για τους νέους
καλλιτέχνες είναι αισιόδοξος. Παρακολουθεί κάθε χρόνο τις διπλωματικές των
τελειόφοιτων της ΑΣΚΤ και διαπιστώνει με χαρά ότι υπάρχουν πολύ ωραίες δουλειές
και πολύ καλοί καλλιτέχνες, οι οποίοι δυστυχώς καλούνται να υπάρξουν μέσα σε
ένα επισφαλές κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον που δύσκολα αλλάζει. Είναι όμως
τυχεροί διότι μέσω της δημιουργικής διαδικασίας βρίσκουν τρόπους διαφυγής.



Φεύγοντας από τη γκαλερί αισθάνθηκα πολύ όμορφα που γνώρισα από κοντά τον Μιχάλη Αμάραντο, έναν ταλαντούχο άνθρωπο, ζεστό, με ευγένεια και ευαισθησίες που δεν συναντώνται πλέον και τόσο συχνά.

Δείτε πληροφορίες για την έκθεση του Μιχάλη
Αμάραντου στο Guide της Athens Voice
Δείτε περισσότερα για τον καλλιτέχνη ΕΔΩ και ΕΔΩ

ΕΛΕΝΑ
ΝΤΑΚΟΥΛΑ

Σπούδασε Διαφήμιση και Δημόσιες Σχέσεις και
εργάστηκε στο τμήμα Δημοσίων Σχέσεων της “AVINOIL S.A.” του Ομίλου
Βαρδινογιάννη και της ημερήσιας εφημερίδας «Μεσημβρινή» του ιδίου Ομίλου καθώς
και στο τμήμα Διεθνών Συναλλαγών της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας, στο
υποκατάστημα της Βοστώνης.
Σταμάτησε να εργάζεται όταν γεννήθηκε το πρώτο
της παιδί και επέστρεψαν στην Ελλάδα. Όταν ο χρόνος της το επέτρεψε έμαθε
ισπανικά, κληρώθηκε στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο και ολοκλήρωσε επιτυχώς
το πρόγραμμα «Ισπανική Γλώσσα και Πολιτισμός».
Πιστεύοντας στη δια βίου μάθηση παρακολούθησε
κύκλους σεμιναρίων για φιλοσοφία, τέχνη και πολιτισμό, τα οποία εκπονήθηκαν από
την «Ακαδημία Πλάτωνα» και τον «Κωστή Παλαμά», υπό την αιγίδα του
Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Λάτρης της Αθήνας, δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον
σε ό,τι αφορά τα πολιτιστικά δρώμενα της πόλης με ενεργό συμμετοχή και
εθελοντική εργασία σε αντίστοιχες ομάδες, συλλόγους και σωματεία.
Εκτός από τα ταξίδια και τη Σίφνο αγαπάει πολύ
τα ζώα έχοντας ιδιαίτερη αδυναμία στις 7 οικόσιτες γάτες της. Αρθρογραφεί στην http://www.athensvoice.gr .
Είναι παντρεμένη και έχει δύο κόρες.

Αξίζουν την προσοχή