22 Δεκεμβρίου 2024

Κατώτερη των προσδοκιών η Art Athina 2018.

Γράφει ο Ζώης Σπ.
Κουτρούλης
Μια φουάρ που για 23
συνεχόμενα έτη αποτελεί σημείο αναφοράς ( ή τουλάχιστον αυτό επιδιώκεται ) για
την εικόνα της εγχώριας εικαστικής αγοράς.



Συμμετοχές δεκάδων γκαλερί από την
Ελλάδα και το εξωτερικό, που παρουσιάζουν τις δημιουργίες εκατοντάδων
εικαστικών καλλιτεχνών, δίνουν όλα αυτά τα χρόνια το στίγμα της συγκεκριμένης
διοργάνωσης, όπως αυτό προκύπτει από τις ουσιαστικές προθέσεις των διοργανωτών
της. Τα τελευταία χρόνια οι αλλαγές υπήρξαν ιδιαιτέρως εμφανείς, αρχής
γενομένης από τον διαχωρισμό και την αποχώρηση των λεγόμενων πλατφορμών (
Platforms
) οι οποίες αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι του πυρήνα της έκθεσης. Οι λόγοι
χωρισμού είναι ένα θέμα το οποίο αφορά αποκλειστικά και μόνον τους υπευθύνους
της διοργάνωσης, ωστόσο έχοντας ήδη καταγραφεί τα πρώτα δείγματα, αυτά του 2017
αλλά και τα φετινά του 2018 τα όποια συμπεράσματα φαίνεται πως έχουν σημαίνουσα
αξία, κυρίως για το πώς διαχειρίζονται κάποιοι τη δυνατότητα οργάνωσης μιας
μεγάλης εικαστικής συνάντησης, στην οποία συμμετέχουν και χώροι Τέχνης,
καλλιτέχνες και γκαλερί από το εξωτερικό.
Η φετινή Art
Athina μετακόμισε μετά βαΐων και κλάδων στους
γνωστούς χώρους του Ωδείου Αθηνών στο κέντρο της Αθήνας. Οι προσδοκίες ως
φάνηκε των διοργανωτών ήταν υψηλότατες κι αυτό προσπάθησαν με κάθε τρόπο να
βγει και παραέξω, έτσι ώστε το ενδιαφερόμενο κοινό να προκληθεί με τον καλύτερο
δυνατό τρόπο να επισκεφθεί την έκθεση και να θαυμάσει από κοντά τα όποια
θαυμάσια είχαν να παρουσιάσουν. Ωστόσο, τ’ αποτελέσματα του φετινού εγχειρήματος
θα μπορούσαν ευκόλως να καταγραφούν από μέτρια έως και μετριότατα, αφού όπως
φάνηκε τελικά η διοργάνωση υστέρησε όχι μόνο σε επίπεδο επάρκειας επιμέλειας
αλλά δυστυχώς και στην ποιότητα των εκθεμάτων. Κι επειδή κάποιοι τάχιστα θα
σπεύσουν να υπερασπιστούν το χέρι που διαρκώς τους ευλογεί, ας γίνουμε όσο το
δυνατόν σαφέστεροι.
Οι χώροι του Ωδείου
Αθηνών φιλοξένησαν – μάλλον με επιτυχία – ένα μεγάλο και σημαντικό κομμάτι της
Ντοκουμέντα 14, που για πρώτη φορά παρουσιάστηκε στην Αθήνα συγχρόνως με το
Κάσελ της Γερμανίας, το καλοκαίρι του 2017. Μια διοργάνωση ιδιαίτερα σημαντική,
τόσο για την Αθήνα όσο ειδικότερα για τον χώρο των εικαστικών Τεχνών και τον
πολιτισμό εν γένει. Με αυτήν τη λογική θεωρήθηκε προφανώς πως θα ήταν εξίσου
εύκολο να πραγματοποιηθεί και η
Art Athina
στους ίδιους χώρους, με ανάλογα αποτελέσματα. Μια
Art Athina
όμως που
σε καμία περίπτωση δεν ομοιάζει με την Ντοκουμέντα αλλά και με κανέναν άλλον
αντίστοιχο θεσμό αυτού του είδους, αφού ιδιαίτερα η Ντοκουμέντα αποτελεί από
μόνη της μια ξεχωριστή κατηγορία διεθνούς έκθεσης με ξεκάθαρο μη εμπορικό
χαρακτήρα. Αυτό είναι κάτι το οποίο οι ίδιοι οι διοργανωτές της επιδιώκουν να
προβάλουν ως βασική λογική του όλου εγχειρήματος. Η
Art Athina
αντίθετα
απευθύνεται σ’ ένα κοινό με άμεσους εμπορικούς στόχους, που πρωταρχικώς
επιδιώκει την διαπραγμάτευση στην πώληση και την αγορά έργων Τέχνης. Οι γκαλερί
εξάλλου που συμμετέχουν στην
Art Athina
δεν είναι
φιλανθρωπικά ιδρύματα ή μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα σωματεία κι ούτε στοχεύουν
στην επιβράβευση της ιδέας ή της ιδεολογίας τους, αλλά στο εμπορικό κέρδος.
Έτσι, έχοντας ως δεδομένα βασικά σημεία που διαφοροποιούν τις προθέσεις των
υποκειμένων, διαφοροποιούνται αυτεπάγγελτα κι όλα τα υπόλοιπα, όσα αφορούν
δηλαδή το στήσιμο, την επιμέλεια, τις δυνατότητες ενός πιθανού εκθεσιακού
χώρου, αυτούς που συμμετέχουν, τις παροχές αλλά και τους περιορισμούς που
θέτουν κι επιβάλλουν οι εκάστοτε διοργανωτές. Ένας από αυτούς ήταν στην
περίπτωση της
Art Athina 2018 και το εισιτήριο
των 8€ για την είσοδο στην έκθεση, τη στιγμή που η είσοδος στο Ωδείο Αθηνών
κατά τη διάρκεια της Ντοκουμέντα 14 ήταν ελεύθερη. Αυτό από μόνο του ίσως
αποτελεί και την καλύτερη απόδειξη στο πόσο διαφορετικά αντιλαμβάνονται κάποιοι
το πώς πρέπει να προβάλλεται και να προωθείται η Τέχνη, όταν αυτή μάλιστα
μπαίνει σ’ έναν χώρο με τις λιγότερες δυνατές υποδομές, που αν μη τι άλλο
υποβιβάζει σε μεγάλο βαθμό αυτό που φιλοξενεί, προσπαθώντας τύποις να το
προβάλει. Ξεκαθαρίζοντας πάντως πως στην περίπτωση του Ωδείου Αθηνών δε μιλάμε
για κάποιο Μουσείο ή κάποιον άλλο συγκροτημένο χώρο έκθεσης Τέχνης ας γίνουμε
ακόμα πιο συγκεκριμένοι.
Οι χώροι του Ωδείου
Αθηνών όπου στήθηκαν τα περίπτερα των Ελληνικών γκαλερί από τα πρώτα κιόλας
λεπτά που άνοιξε τις πύλες της η έκθεση, φάνηκε πως ήταν ιδιαίτερα «εγκλωβισμένοι»,
«πνιγμένοι» κατά το μεγαλύτερο μέρος τους. Η αντιμετώπιση των τετραγωνικών του
χώρου από την επιμελητική ομάδα που ανέλαβε να διεκπεραιώσει το στήσιμο δεν
ήταν η καλύτερη που θα μπορούσε, με αποτέλεσμα η μη ύπαρξη κεντρικού
κλιματισμού – εντός καλοκαιρινής περιόδου – 
με θερμοκρασίες που άγγιζαν τους 35 βαθμούς Κελσίου, τα έντονα φώτα που
έκαιγαν κι έψηναν στην κυριολεξία μπετόν κι αδρανή υλικά αντανακλώντας τη
θερμότητα παντού στον χώρο για τουλάχιστον 15 ώρες το 24ωρο, να δημιουργούν μια
αποπνικτική ατμόσφαιρα, σίγουρα όχι κατάλληλη για όποιον επιθυμούσε να
επισκεφθεί την έκθεση. Κι ενώ αυτά παρατηρούνταν εντός των εκθεσιακών χώρων,
στα σημεία εισόδου κάποια ΑΜΕΑ μάταια προσπαθούσαν να βρουν εύκολη πρόσβαση
προς την έκθεση αφού ράμπες δεν υπήρχαν και δεν προνοήθηκε να τοποθετηθούν, ενώ
κάποιοι από τους ανθρώπους που διάλεξαν να τοποθετήσουν στις εισόδους οι
διοργανωτές δε γνώριζαν καν που βρίσκονται οι ανελκυστήρες για τα άτομα με
δυσκολίες μετακίνησης. Εν τέλει, όταν γινόταν το θαύμα ( μετά από πολύ δρόμο
από ΑΜΕΑ και συνοδούς ) και βρισκόταν το ασανσέρ δεν ήταν ποτέ διαθέσιμο, διότι
πολύ απλά κι Ελληνικά το χρησιμοποιούσαν όλοι οι υπόλοιποι εκτός από αυτούς για
τους οποίους υποτίθεται ότι προοριζόταν. Και μόνο για τον παραπάνω λόγο η όποια
επίσκεψη στην
Art Athina θα έπρεπε να
αποκλειστεί ακόμα κι ως ιδέα.
Το θέμα της καθαριότητας
στους εξωτερικούς χώρους του Ωδείου Αθηνών προέκυψε ως ένα επιπλέον αρνητικότατο
στοιχείο, βλέποντας τις ημέρες της έκθεσης να κυλούν και τα σκουπίδια να
σωρεύονται παντού τριγύρω. Αν μη τι άλλο στο κέντρο της Αθήνας, με χιλιάδες
τουρίστες να προσεγγίζουν τον χώρο ή απλά να περνούν έξω από αυτόν αλλά και με
τους εγχώριους επισκέπτες οι οποίοι ήταν αρκετοί, οι διοργανωτές θα έπρεπε να
έχουν λύσει το συγκεκριμένο θέμα εξ αρχής.
Λίγο καλύτερα τα
πράγματα ήταν ωστόσο στον χώρο των γκαλερί από το εξωτερικό ( όπου υπήρχαν και
κάποιες γκαλερί από την Ελλάδα; ) εκεί όπου οι χώροι ανέπνεαν ευκολότερα και οι
διαδρομές των επισκεπτών ήταν πιο εύκολες κι ευχάριστες. Κι εδώ όμως φάνηκε πως
ο χώρος του Ωδείου Αθηνών πρακτικά υφίσταται για άλλου είδους δρώμενα κι όχι
προφανώς για τους άκρως εμπορικούς σκοπούς της
Art Athina,
όπου όπως φάνηκε θα έπρεπε να επενδυθούν πολλά περισσότερα απ’ όσα επενδύθηκαν.
Κλείνοντας τα όσα
καλώς ή κακώς μας άφησε ως εντύπωση η φετινή
Art Athina
θα
μπορούσαμε ν’ αναφερθούμε ελάχιστα και σε όσα είδαμε στα περίπτερα των χώρων
Τέχνης που συμμετείχαν κι αυτό γιατί κι εκεί παρατηρήσαμε μια υποτονική διάθεση.
Στο σύνολο των γκαλερί παρατηρήσαμε πως υπήρξαν απουσίες. Όσοι συμμετείχαν
επέλεξαν κυρίως τις «εύκολες» λύσεις, δοκιμασμένα σχήματα, αναμφισβήτητα κάποια
από αυτά πάρα πολύ αξιόλογα. Οι δυο τρεις γκαλερί που ξεχώρισαν για τις
δουλειές που επέλεξαν να παρουσιάσουν είναι λίγο ως πολύ αυτές που καταγράφουν
θετικά αποτελέσματα σε επίπεδο πωλήσεων, σε αντίθεση με αυτές που ιδίως τα
τελευταία χρόνια ζουν εις βάρος των καλλιτεχνών και «χρηματοδοτούνται»
αποκλειστικώς από αυτούς, εκμεταλλευόμενες τις δύσκολες περιόδους που
διανύουμε. Αξιόλογα ζωγραφικά έργα, γλυπτά, εγκαταστάσεις κι έργα μικτής
τεχνικής, βρέθηκαν ελάχιστα στο σύνολό, όμως αρκούν για να διατηρούνται οι
όποιες ισορροπίες χρειάζονται, τουλάχιστον αυτήν την εποχή. Σε όλο αυτό είναι
σαφές πως οι εικαστικοί καλλιτέχνες φέρουν μεγάλο μερίδιο ευθύνης, αφού οι
επιλογές τους είναι αυτές που τις περισσότερες φορές δημιουργούν αρνητικά
δεδικασμένα για τους ίδιους κυρίως, που στο τέλος βλέπουν τους κόπους χρόνων να
πηγαίνουν χαμένοι ή να καταλήγουν στα χέρια άλλων. Είναι σίγουρο πως η παραγωγή
Τέχνης στην Ελλάδα έχει ικανούς εργάτες δημιουργούς, παρόλα αυτά το πράγμα
χωλαίνει στην τελική ευθεία, διαφοροποιώντας το αποτέλεσμα.
Τα όσα είδαμε τελικά
στην
Art Athina 2018 δε μας
εντυπωσίασαν καθόλου, αντιθέτως, μας άφησαν – γι’ ακόμα μια φορά – μια όχι καλή
εικόνα για το πώς διαχειρίζεται η προβολή των εικαστικών Τεχνών στη χώρα μας,
κυρίως για τους λόγους τους οποίους γίνεται το οτιδήποτε, το ποια συμφέροντα
εξυπηρετούνται και το ποιοι τελικώς βγαίνουν κερδισμένοι απ’ όλο αυτό.
Θεωρώντας δεδομένο πως
όλοι προσβλέπουν στην ανάταση της καλλιτεχνικής αγοράς, αναμένουμε να δούμε
ποια θα είναι τα επόμενα βήματα του συγκεκριμένου θεσμού, που έτσι κι αλλιώς
είναι ήδη από τους ελάχιστους μεγάλης απήχησης στη χώρα. Η εμφάνιση τα
τελευταία χρόνια της
Art Fair
Thessaloniki, των Platforms που φέτος ήταν κατά
πολύ καλύτερες από πέρυσι αλλά και άλλων πιο περιφερειακών φουάρ, ίσως να είναι
το σημάδι πως ζωή για τις εικαστικές Τέχνες υπάρχει και μετά την
Art
Athina._