Γιάννης Κουνέλλης “M/S ΙΟΝΙΟΝ”, ΠΕΙΡΑΙΑΣ / 1994
1 Οκτωβρίου – 13 Νοεμβρίου 1994. Φορτηγό Πλοίο ΙΟΝΙΟΝ, Ακτή Μιαούλη-Άγιος Σπυρίδων, Πειραιάς. ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Χρήστος Μ. Ιωακειμίδης. ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: Μανώλης Μπαμπούσης.
Γράφει ο Ζώης Σπ. Κουτρούλης
Το 1994 ο Γιάννης Κουνέλλης ( Jannis Kounellis ) επιστρέφει στην Ελλάδα πραγματοποιώντας την πρώτη αναδρομική του έκθεση στη γενέτειρά του τον Πειραιά.
Τ’ αμπάρι του πλοίου Ιόνιον μετατρέπεται σε χώρο λατρείας της Arte Povera, για την οποία ο Κουνέλλης αποτελεί έναν από τους κύριους εκφραστές και αναγνωρίζεται ως καλλιτέχνης αναφοράς.
Σε ηλικία 20 ετών εγκαθίσταται στην αιώνια πόλη, στη Ρώμη, κι εκεί ξεκινά το μοναδικό αλλά και παράλληλα μοναχικό ταξίδι του στον χώρο των εικαστικών Τεχνών.
Αφοσιώνεται ολοκληρωτικά στην παραγωγή έργων που ελκύουν τη δύναμή τους από τον κόσμο των συμβόλων.
Ζωγραφίζει αφαιρετικά μονοχρωματικά και στην πορεία αυτή ανακαλύπτει όλο και περισσότερες εικαστικές διόδους, περνώντας πολύ γρήγορα στη διαδικασία της δημιουργίας εγκαταστάσεων αλλά και δράσεων ( performances ) στις οποίες συμμετέχει και ο ίδιος.
Λειτουργεί ιδιότυπα, συνεργάζεται πλέον με έναν ευρύτερο κύκλο ανθρώπων και η δουλειά του εξελίσσεται σ’ ένα πολυδιάστατο παζλ.
Συνεχίζει να τον χαρακτηρίζει η λιτότητα στην παραγωγή, χρησιμοποιώντας υλικά που μοιάζουν νεκρά δίχως ζωή και δύναμη αλλά στα χέρια του απανανοηματοδοτούνται, αποκτούν μια νέα υλική υπόσταση και εντάσσονται σε χώρους που γεμίζουν από την ενέργεια που τους δίνει η νέα τους χρήση.
Το μανιφέστο της Arte Povera ζυμώνεται στο μυαλό του Κουνέλη και γίνεται πράξη με τα έργα του. Οι εγκαταστάσεις του θεωρούνται ενιαία εννοιολογικά έργα κι έτσι ακριβώς λειτούργησε και στην περίπτωση του πλοίου Ιόνιον.
Μέσα σ’ έναν «σκληρό» χώρο και όχι στον χώρο κάποιας γκαλερί ή ενός μουσείου ο Κουνέλης έστησε ένα σύνολο από επιμέρους ενότητες, όπου η καθεμιά αποτελούσε ένα αυτοτελές έργο.
Ωστόσο, το ενδιαφέρον του Κουνέλλη – που πάντα είχε ως σημείο εκκίνησης τις βασικές αρχές της Arte Povera – ήταν να μετατρέψει το όλον σε ένα, δημιουργώντας έτσι έναν κοινό – ενιαίο χώρο συνομιλίας και διάδρασης μεταξύ των «μονάδων».
Το εσωτερικό του πλοίου ως ένας χώρος αποθήκευσης, εκεί όπου αφήνονται να παραμείνουν για καιρό, να ταξιδέψουν, να διαβρωθούν, ν’ αλλάξουν υφή – ίσως και χρήση – τα εμπορεύματα και τα υλικά, ένα νεκρό αποθετήριο ουσιαστικά μετατράπηκε σε χώρο διαρκούς ωρίμανσης κυρίως ιδεών, εικόνων και εννοιών.
Η καταστροφή, η αποδόμηση, η ευτελής αξία είναι αυτά δίνουν νόημα στην «φτωχή Τέχνη»* που πρεσβεύει το έργο του Γιάννη Κουνέλλη.
Είναι τα δυνατά συναισθήματα που μετατρέπουν ουσιαστικά τις φόρμες μέσα στους εκάστοτε χώρους και ο χρόνος που κυλά δρώντας επιβλητικά στα υλικά αλλά και τους ανθρώπους που τον επισκέπτονται.
Μέσα από τις εξαιρετικές φωτογραφίες του για πολλά χρόνια συνοδοιπόρου και συνεργάτη του Κουνέλλη Μανώλη Μπαμπούση, δίνεται η δυνατότητα σε όσες κι όσους δε μπόρεσαν να γευτούν από κοντά το μεγαλείο της Τέχνης του μεγάλου εικαστικού καλλιτέχνη, να εντρυφήσουν στα κρύφια της μεγάλης του διανόησης.
Η Τέχνη για τον Γιάννη Κουνέλλη δεν υπήρξε το μέσο για την προσωπική του προβολή αλλά για την επικοινωνία του άγνωστου με τον θεατή.
Η προσμονή να δεις ένα μεγαλεπήβολο εικαστικό έργο, κάτι ιδιαίτερα εντυπωσιακό δε συνεπήρε ποτέ το μυαλό του.
Στόχος του υπήρξε πάντα η ανάδειξη του «μικρού», του ελάχιστου, αυτού που κανείς έως τότε δε θα έδινε σημασία και δε θα έμπαινε στην πολυλειτουργική διαδικασία της ερμηνείας του πως και του γιατί.
Στο πλοίο Ιόνιον εκεί που ο Κουνέλλης ανέδειξε ένα πολύ σημαντικό μέρος της μέχρι τότε δουλειάς του όλα έγιναν με τη δική του παρουσία και καθοδήγηση.
Όλα σχεδιάστηκαν με γνώμονα την ενεργοποίηση του χώρου, τοποθετώντας εντός του αντικείμενα που προ υπήρξαν εκεί ως εμπορεύματα.
Πράγματα που ο δημιουργός ήδη είχε εντάξει σε προγενέστερα έργα του και πλέον τα εναπόθετε εκεί.
Το προσωπικό του εν ενεργεία πλοίου έγινε κι αυτό μέρος του έργου, ακολουθώντας όμως τις οδηγίες και τις εντολές ενός νέου, προσωρινού καπετάνιου.
Το έργο αυτό δε θα υπήρχε την επομένη λήξης της έκθεσης, μια σχεδόν μόνιμη εξέλιξη σε όλα τα έργα του.
Το πρόσκαιρο και το προσωρινό χαρακτήρισε για πάντα την εικαστική λογική του καλλιτέχνη, βγαλμένο κι αυτό από τα εννοιολογικά διδάγματα της Arte Povera.
Ο Κουνέλλης λειτουργεί σε έναν μεγάλο βαθμό in situ αφού δεν παραλείπει σε καμία περίπτωση την ταύτιση των υλικών με τον χώρο.
Λαμβάνει υπόψη όλα όσα χρειάζονται για να «χτίσει» κάτι νέο μέσα στο ήδη υπάρχον. Αυτός είναι και ο λόγος που επιλέγει τ’ οτιδήποτε: Σιτηρά, μέταλλα, ξύλα, κάρβουνα, σακιά, πανιά, ακόμα και η ανθρώπινη παρουσία είναι εξαιρετικά σημαντική για να δομήσει αυτό που θέλει.
Κατόπιν, αυτό θα παρουσιαστεί ως μια εικόνα, μια ενιαία λειτουργικά κατάσταση που επιπλέει, στη θάλασσα που ποτέ δε μένει ίδια, ταξιδεύοντας από τόπο σε τόπο μέχρι την ημέρα που θα εξαφανιστεί δια παντός.
Μοναδικός μάρτυρας σε όλο αυτό το ταξίδι οι εικόνες που απέμειναν αλλά και τα πιθανά ίχνη, που άφησαν πίσω τα αντικείμενα, τα υλικά, η ανθρώπινη παρεμβατική διάδραση για όλον τον χρόνο που το έργο υπήρξε.
Έχοντας εξαρχής υπόψη του όλα αυτά ο Κουνέλλης δίνει τεράστια έμφαση στην καταγραφή όλων των δράσεων.
Οι φωτογραφίες του Μανώλη Μπαμπούση αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του έργου, το οποίο δε θα μπορούσε να ιδωθεί σήμερα δίχως αυτές.
Εξαιρετική η συμβολή της φωτογραφικής Τέχνης που ισορροπεί ανάμεσα στο ντοκουμέντο και την αρχειακή καταγραφή, διατηρώντας αναλλοίωτη στο πέρασμα του χρόνου την καλλιτεχνική εικαστική ευφυία του Γιάννη Κουνέλλη.
*Μετάφραση στα ελληνικά του όρου Arte Povera