10 Νοεμβρίου 2024

Αόρατες Πόλεις | Invisible Cities στη Γκαλερί Cube.

Εικαστική έκθεση στη Γκαλερί Cube

 Opening: Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2020, 19.00 – 22.00

 

Γκαλερί Cube, Μιαούλη 39, Πάτρα

 

Επιμέλεια: Νίκος Βατόπουλος | Λιάνα Ζωζά

 

“Κάποιες φορές, ο καθρέφτης μεγενθύνει την αξία των πραγμάτων, κάποιες την αρνείται.”

-Ίταλο Καλβίνο, Αόρατες Πόλεις

 

 

Η Γκαλερί Cube, καλωσορίζει το φθινόπωρο, με  το art project Αόρατες Πόλεις. Η ιδέα του φωτογραφικού project ξεκίνησε, πριν περίπου ένα χρόνο, σε μία από τις ωραιες συνατήσεις μας, με τον Νίκο Βατόπουλο, όπου παράλληλα, συναντήθηκαν και οι επιθυμίες μας, για μαγικές περιπλάνήσεις, στις πόλεις του κόσμου. Ο ίδιος έχει μια μεγάλη παρακαταθήκη από τις “Αόρατες Πόλεις” της Ελλάδας, μιας και συχνός ταξιδευτής, ανακαλύπτει και φωτογραφίζει άγνωστες πτυχές των πόλεων που επισκέπτεται. Συνοδοιπόροι του, με ανάλογο πάθος για φωτογραφικές περιπλανήσεις, στις Αόρατες Πόλεις, ο Ξενοφών Παπαευθυμίου, που καταθέτει τη δική του ματιά, μεσα από τις αναζητήσεις του, στις γειτονιές της Πάτρας και ο Φάνης Λογοθέτης, που μεταφέρει φωτογραφικά μια  δική του “Αόρατη Πόλη”, μέσα από ένα από τα ταξίδια του, στο εξωτερικό. Για όλους μας, τους συμμετέχοντες, στο project, δεν έχει καμμία σημασία το να απεικονίσουμε την πόλη ή το σημείο που φωτογραφήθηκε, μιας και θέλουμε να δώσουμε στον θεατή, τη δυνατότητα, να επισκεφθεί με τη φαντασία του, μέρη που θα τον κάνουν πλουσιότερο στα ταξίδια του μυαλού. Επίσης, συναποφασίσαμε, οι Αόρατες Πόλεις, να γίνουν ένα ongoing project, στο οποίο, θα εμπλακούν, στη συνέχεια, περισσότεροι φωτογράφοι, από διάφορες πόλεις του κόσμου, προτείνοντας τη δική τους ματιά.

Ο Νίκος Βατόπουλος, γράφει: “Οι «Αόρατες Πόλεις» εγκαινιάζουν μια αστική ιχνογραφία, χωρίς όρια, γεωγραφικά ή χρονικά, προτείνοντας πολλαπλές δέσμες βλεμμάτων. Η εναρκτήρια έκθεση αυτού του ανοικτού, πολυπρισματικού, ρευστού και πολυφωνικού εγχειρήματος, φέρνει αρχικά σε σύμπλευση και αντιδιαστολή τρεις διαφορετικές φωτογραφικές προσεγγίσεις με θέμα την πόλη.

Η πόλη όπως την ορίζουν, την κατανοούν και την εξερευνούν οι «Αόρατες Πόλεις» είναι ένα ανοικτό εργαστήρι. Η πόλη αυτή είναι το διαχρονικό άστυ, από τα βαθιά ορύγματα του υποσυνείδητου ή από τις λάμψεις και αντανακλάσεις της καθημερινότητας. Τα όρια ορατού και ψευδαισθητικού αλληλοτέμνονται, υπόκεινται σε διαρκείς ωσμώσεις, γεννούν υβριδικές εικόνες και εκβάλλουν σε αναπάντεχες συζεύξεις. Αυτός ο μεγάλος, ενδιάμεσος χώρος, υποφωτισμένος στις χαράδρες της μνήμης, λαμπρός στα ξεσπάσματα του νου, υποβλητικός στην υπαινικτικότητά του και σπαρακτικός στη διεκδίκησή του, είναι ο κόσμος που ορίζουν οι «Αόρατες Πόλεις».

 

 

Το εικαστικό πρότζεκτ που εισηγείται η Cube Gallery έχει τη φιλοδοξία να εξελίσσεται. Και καθώς προχωράει εμπλέκοντας πρόσθετα βλέμματα, νέα βιώματα, καινούργιες οπτικές, να μετασχηματίζεται σε ένα φωτογραφικό πείραμα με αντικείμενο τα μυστήρια του άστεως. Στη διάρκεια του χρόνου, οι «Αόρατες Πόλεις», εμπνεόμενες προφανώς από τον Ιταλο Καλβίνο, θα προσφέρονται σαν ένας ημιδιάφανος καμβάς πάνω στον οποίον και άλλοι φωτογράφοι θα επιθυμούν να γαντζώσουν το δικό τους αποτύπωμα. Χωρίς δεσμεύσεις ιστορικού χρόνου και γεωγραφικής συντεταγμένης, οι «Αόρατες Πόλεις» εκκινούν με αφετηρία την Πάτρα για να συνεχίσουν στην Αθήνα και όπου αλλού, ανανεώνοντας το βλέμμα μας πάνω στο βίωμα της αστικής εμπειρίας.

Η εμπειρία αυτή μπορεί να έλκει καταγωγή από μνήμες και αναφορές, μπορεί να προβάλλεται ως επιθυμία και ως απωθημένο, μπορεί, ακόμη, να ορίζει εκείνη τη αδιόρατη αλλά υπαρκτή σχέση με το μυθικό τοπίο των ηρώων από κινηματογραφικές ταινίες και θεατρικά ή λογοτεχνικά έργα. Η πόλη προβάλλει από μόνη της ως ένα θεατρικό σκηνικό, μια κινούμενη σκηνή, ένα ρευστό ποίημα που μισοφέγγει απρόσμενα πίσω από ένα φωτισμένο παράθυρο ή ένα σύνθημα σε τοίχο.

Η πόλη εμπεριέχει την επιθυμία. Σαν μια οθόνη προβολής εκπέμπει και απορροφά. Η υβριδική μνήμη οργανώνεται ως ένας ήρωας αυτόνομος, ενεργητικός και ανεξάρτητος για να ορίσει εκ νέου την αστική εμπειρία.

Οι «Αόρατες Πόλεις» – σαν μια στρωματογραφία ενός παλίμψηστου βλέμματος – προσκαλούν σε μια διαρκή διαδικασία ανασκαφής.”

 

 

Και συνεχίζει, με μια προσωπική εξομολόγηση: “ Πριν αρχίσω να γράφω, φωτογράφιζα … Από παιδί είχα την ανάγκη να τεκμηριώνω φωτογραφικά τα πράγματα που με συγκινούσαν, έχοντας επίγνωση του εφήμερου όσων έβλεπα. Έτσι λοιπόν από την σχολική ηλικία είχα αρχίσει να φωτογραφίζω τα σπίτια που αγαπούσα. Αυτά δεν ήταν τα προφανή σπίτια, τουλάχιστον δεν ήταν κατά κύριο λόγο. Ξεκίνησα από μία ανάγκη σύνδεσης με τα πράγματα, τα οποία με περιέβαλαν και πριν αρχίσω να γράφω για να δημοσιεύω, είχα αρχίσει να φωτογραφίζω. Αργότερα βέβαια, όταν άρχισα να γράφω συστηματικά, κυρίως στο πλαίσιο της δημοσιογραφικής μου ιδιότητας, σαφέστατα χρειαζόταν και να τεκμηριώνω φωτογραφικά, αλλά σταδιακά η ανάγκη αυτή είχε ήδη αρχίσει να αυτονομείται: η χειραφέτηση της φωτογραφίας από τη στενή ανάγκη της τεκμηρίωσης. Έτσι λοιπόν οι φωτογραφικές μου εξορμήσεις διατηρούσαν για μένα μία αφηγηματικότητα. Εχω στο μυαλό μου φωτογραφικές διαδρομές οι οποίες έχουν συνοχή, αλληλουχία, και περιεχόμενο ως μια προσπάθεια να δώσω υπόσταση σε πράγματα για τα οποία κανείς δεν θα ξοδέψει χρόνο. Με ενδιαφέρει να καταγράφω πράγματα τα οποία είναι εκτός ιστοριογραφίας. Ένα απλό σπίτι, π.χ., σε μια συνοικία της Αθήνας. Ενα διώροφο, πιθανώς, σπίτι, που στην εποχή του θα ήταν μάλλον όμορφο, στέγη μιας αστικής οικογένεια με παιδιά. Αυτό το σπίτι μπορεί να ήταν χτισμένο από κάποιον εμπειρικό μηχανικό, αλλά σίγουρα δεν ανήκει στην επίσημη ιστοριογραφία της χώρας. Αυτό είναι που με συγκινεί. Γιατί όπως οι άνθρωποι, που η μνήμη τους θα κρατήσει μια-δυο γενιές, έτσι ακριβώς και τα σπίτια θα χαθούν. Το ίχνος τους θα απαλειφθεί από την ιστορία της πόλης. Εχουν, όμως, κυρίαρχο και κεντρικό ρόλο στο πώς αντιλαμβανόμαστε το αστικό περιβάλλον και την εμπειρία μας μέσα σε ένα δομημένο χώρο.

Προσεγγίζω με δέος τη λεγόμενη ανώνυμη αρχιτεκτονική – που δεν είναι καθόλου ανώνυμη – αλλά ας πούμε δεν είναι επισήμως καταγεγραμμένη. Αυτό είναι κάτι που με συγκλονίζει. Και επειδή τα τελευταία χρόνια, επισκέπτομαι πολλά μέρη της χώρας μας, σε κάθε τόπο βλέπω ομορφιά. Και βλέπω αξίες ανθρώπινες, μια παρακαταθήκη η οποία, νομίζω, δεν έχει γίνει αντιληπτό πόσο σημαντική είναι. Είναι πράγματα με τα οποία όλοι μας μπορούμε να συνδεθούμε. Μπορεί να γράψω για μία βόλτα μου στον Κολωνό ή στην Κυψέλη, και να γράψω κάτι άθελά μου, με την ορμή του λόγου, το οποίο να γεννήσει μια ανάμνηση ή επιθυμία πράξης σε έναν άνθρωπο ο οποίος δεν έχει κανένα βίωμα ούτε με τον Κολωνό ούτε με την Κυψέλη. Είναι ένα ένα είδος ανασκαφής.

Μία εναρκτήρια εμπειρία ως ανάμνηση όταν ήμουν παιδί, συνέβη στον οδό Πατησίων τη δεκαετία του ’60. Μεγάλωσα σε πολυκατοικία, νεόδμητη τότε του 1962, σε ρετιρέ, απέναντι σ’ ένα στενάκι. Απέναντι λοιπόν υπήρχε ένα άχτιστο οικόπεδο που έγινε πολυκατοικία, το 1972. Προτού γίνει πολυκατοικία, ήταν το μέρος όπου μαζευόμασταν όλα τα παιδιά της γειτονιάς. Εκεί παίζαμε σχεδόν κάθε απόγευμα, γιατί τότε τα παιδιά είχαν περισσότερο ελεύθερο χρόνο. Παίζαμε και έκανα και τα μαθήματά μου, μάθαινα και ξένες γλώσσες, αλλά βρίσκαμε χρόνο να παίζουμε. Το λέω αυτό γιατί μάτωνα τα γόνατά μου από το παιχνίδι, στην οδό Πατησίων. Ένα παιδί που ήταν ο αρχηγός της παρέας, είπε μια μέρα: «θα πάμε να ανοίξουμε το σπίτι που βρίσκεται στο βάθος του οικοπέδου». Υπήρχε λοιπόν ένα σπίτι που στα μάτια μου φάνταζε παλάτι, αλλά ήταν πράγματι ένα εντυπωσιακό νεοκλασικό αρχοντικό, το οποίο δεν υπάρχει πλέον. Ηταν από τότε κλειστό. Σίγουρα δεν ήταν τόσο μεγάλο όσο το φαντάζομαι, αλλά δεν ήταν καθόλου μικρό. Μαζεύτηκε όλη η μαρίδα της περιοχής, αγόρια – κορίτσια, με επικεφαλής τον Γιώργο. Παίρνει ένα ξύλο και εφημερίδες και ανάβει μία δάδα. Ήταν πραγματικά σα να ζούσα ένα επεισόδιο από τη ζωή του Τομ Σόγερ, στην Πατησίων του ’60. Ανοίγουμε ένα μάνταλο – προφανώς, ήταν πάρα πολύ εύκολο να μπεις μέσα -, και μπαίνουμε σε ένα σπίτι κενό, όπου δεν υπήρχε ούτε ένα έπιπλο. Θυμάμαι, όμως, μια ξύλινη σκάλα. Δεν ήμουν ούτε εφτά χρόνων, οπότε η σκάλα πρέπει να φαινόταν τεράστια. Και βέβαια, τα τζάκια που ήταν μαρμάρινα. Αυτήν την εμπειρία την σκέφτομαι συχνά, γιατί αυτό το σπίτι δεν υπάρχει πουθενά. Σίγουρα, θα είχε ένα αστικό παρελθόν. Αργότερα, τυχαία έμαθα ότι το είχαν επιτάξει οι Γερμανοί και έκτοτε εγκαταλείφθηκε. Ο καθένας μας πιστεύω έχει βιώματα από χώρους βιωμένους οι οποίοι έχουν εξαεριστεί στη μνήμη.

Με συγκινεί να προσεγγίζω τους βιωμένους χώρους και τόπους, να αποσπώ λίγο από αυτό το πένθιμο και να αντιλαμβάνομαι την παράλληλη ύπαρξη. Διότι θεωρώ ότι όλοι μας είμαστε φορτωμένοι με πράγματα που δεν επιθυμούμε κι εν μέρει είμαστε εγκλωβισμένοι. Θεωρώ ότι είναι σημαντικό ο καθένας με τον τρόπο που πιστεύει να ζει μία ιερότητα. Άλλος μπορεί να το βρει στη θρησκεία, άλλος στην ορειβασία, άλλος στην ιχνηλασία, όπως εγώ. Αλλά είναι για μένα ζωτικής σημασίας το να επιτρέπω στον εαυτό μου να έχει εμπειρίες, έστω και στιγμιαίες ή ολιγόλεπτες, εκτός κανόνα. Πηγαίνοντας σε μια δουλειά, π.χ., μπορεί να έχω λίγο χρόνο και να κάνω μία βόλτα όπου θα βγάλω φωτογραφίες, έστω για μισή ώρα, και να νιώσω έτσι τη διαστολή του εαυτού μου. Μια καλλιέργεια αυτοσυνειδησίας σε ένα περιβάλλον που σε ωθεί να μην το σκέφτεσαι. Έτσι προσεγγίζω την ποιητική των ερειπίων. Είναι μια διαδικασία ισόβια, μια εντρύφηση στη διαρκή ποίηση.”

Ο Φάνης Λογοθέτης, γράφει: “Οι φωτογραφίες δεν αποτελούν πάντα αντικειμενικές περιγραφές, μιας και υπάρχει ένα  οπτικό ασυνείδητο που σχετίζεται με διάφορες θυμικές καταστάσεις.

Η αναζήτηση της οπτικής γωνίας είναι μια αναστοχαστική κίνηση απομόνωσης ενός καρέ, μέσα σε έναν κόσμο που όλα αλληλεπιδρούν και το τυχαίο παύει να είναι πια τόσο τυχαίο, αλλά γίνεται μια διάχυση που η τέχνη – η φωτογραφία, στην προκειμένη περίπτωση μπορεί να αποκωδικοποιήσει. Η φωτογραφία δρόμου, όπως και η  αστική φωτογραφία, μπορεί να είναι πολλά πράγματα ταυτόχρονα, όπως το να σχετίζεται άμεσα με τον ρεαλισμό, το ντοκουμέντο ή να είναι  σχόλιο, όντας ανθρωποκεντρική. Επίσης, μπορεί  να έχει μια καθαρά φορμαλιστική διάθεση με άξονα την αισθητική ή απλά να έχει αρχιτεκτονικές διαστάσεις. Στον φωτογράφο μένει να επιλέξει τι επιθυμεί  και στον θεατή να αφεθεί στο εσωτερικό του ξύπνημα. Αφουγκράζομαι, σχεδόν εμμονικά, τις πόλεις που βρίσκομαι κάθε φορά, σε μια ακούσια προσπάθεια να αναγνωρίσω τον εαυτό μου μέσα στις καθημερινές σκηνές, καταθέτοντας παράλληλα μια υποκειμενικότητα που διαρκεί όσο ένα κλικ.

 

 

Ο Ξενοφών Παπαευθυμίου, γράφει: “Η περιδιάβαση στον αστικό χώρο μπορεί να εξελιχθεί σε μία αλλόκοτη τελετουργία που σε οδηγεί να ανακαλύψεις την απόκρυφη όψη της πόλης, αυτή που οι περισσότεροι αγνοούν, δεν θέλουν ή δεν μπορούν να διακρίνουν.

Στις ρωγμές της πόλης κρύβεται η ψυχή της, στις σκιασμένες γωνιές, τις κλειστές πόρτες, τα αλλεπάλληλοι στρώματα από χρώματα, γραφές και υφές, στα ίχνη που αφήνει η καθημερινή χρήση.

Μία ματιά σε ένα ακατοίκητο σπίτι, ένα στενό σε μία απόκεντρη γειτονιά, η μεταμόρφωση των αστικών κτιρίων των πρόσφατων δεκαετιών, με τα ίχνη του χρόνου και της ανθρώπινης χρήσης, μπορούν να αποτελέσουν αφορμές για φωτογραφικές αναζητήσεις που αποτυπώνουν τη μοναδικότητα της στιγμής.

“Καμιά φορά βλέπω κάτι τόσο συγκινητικό που ξέρω ότι δεν κάνει να σταθώ πολύ. Πρέπει να το δω και να φύγω γρήγορα. Έτσι και μείνεις παραπάνω, η συγκίνηση που σ’ αφήνει άφωνο χάνεται. Πρέπει αν το αγαπήσεις, να το εμπιστευθείς και να φύγει” γράφεις ο Ντόν Ντελίλλο στον “Υπόγειο Κόσμο”.

Αυτή τη συγκίνηση θέλω να αποτυπώσω με τον φωτογραφικό μου φακό, να την εμπιστευθώ,  να την καταγράψω και να φύγω πριν χαθεί.”

 

Διάρκεια art project:  18 Σεπτεμβρίου – 10 Οκτωβρίου 2020

 

Ώρες λειτουργίας:

Τρίτη ▪ Πέμπτη ▪ Παρασκευή ▪ 10.00 – 14.00 & 18.00 – 21.00

Τετάρτη ▪  Σάββατο ▪ 10.00 – 14.00

Κυριακή ▪  Δευτέρα ▪ κλειστά

 

cube gallery ▪ Μιαούλη 39, 26222 Πάτρα ▪ τηλ. 2611110069 ▪ email: lianazoza@cubegallery.gr

www.cubegallery.gr