21 Νοεμβρίου 2024

Jeff Wall. Ένα εκατομμύριο τρόποι για να φτιάξεις μια φωτογραφία.

Jeff Wall. A million ways to make a photo.

Jeff Wall

Jeff Wall

 

Για πάνω από πέντε δεκαετίες η φωτογραφική δουλειά του Jeff Wall αναδιαμορφώνει διαρκώς τον τρόπο με τον οποίο ο μέσος θεατής σκέφτεται, βλέπει και τελικά αντιλαμβάνεται, τις εικόνες που παρατίθενται μπροστά του. Οι τεχνικές που επιλέγει για να δημιουργήσει μια νέα οπτική αντίληψη στο κοινό έλκουν τη δυναμική τους από τις πρώιμες εποχές του κινηματογράφου, αλλά και πριν από αυτόν. Ως γνήσιος εικονοκλάστης επαναπροσδιορίζει τις έννοιες της σκηνοθεσίας και του τυχαίου, εντάσσοντας στα έργα του όσο το δυνατόν περισσότερα «παραδοσιακά» στοιχεία, ανατρέχοντας στην πρωτοποριακή Τέχνη άλλων εποχών. Δε μπορεί παρά να είναι και ο ίδιος κομμάτι του ίδιου κόσμου που έζησαν οι μεγάλοι μύστες της Αναγέννησης και όλων των μετέπειτα περιόδων, που άφησαν πίσω τους έργα άξια αναφοράς απ’ όλους. Αυτή η σχέση – που δένει για πάντα τον δημιουργό με το έργο – είναι η κινητήρια δύναμη για τον Wall, και μέσω αυτής χρησιμοποιεί κάθε μέσο για να πάρει το τελικό αποτέλεσμα που επιζητά. Ανάμεσα τους και η φωτογραφία ως συστατικό και όχι ως γενεσιουργός αιτία, αφού δε φωτογραφίζει για να «φυλακίσει» την εικόνα αλλά την αφήνει να παρέλθει. Επιστρέφει σε αυτήν για να την αναπλάσει, να την αναδομήσει, έχοντας ξοδέψει χρόνο για την παραγωγή του τελικού κάδρου, όπου μέσα του θα κλείσει την ιστορία που τον ενδιαφέρει ν’ αφηγηθεί.

Ο ίδιος ονοματοδοτεί το έργο του ως «κινηματογραφία», σε μια προσπάθεια λεκτικής ενσωμάτωσης των μέσων που δίνουν υλικότητα στη δουλειά του. Τον συνθλίβει η σκέψη του να κυνηγά το θέμα κι έτσι το φτιάχνει ο ίδιος, πάνω στην ιδέα που έχει ήδη εντοπίσει ως «σκηνή» κάπου, κάποτε μπροστά του.

 

Φτιάχνοντας τις πρώτες ιστορίες

 

Τα πρώτα του καλλιτεχνικά δείγματα ήρθαν στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και πιο συγκεκριμένα το 1978 με το έργο The destroyed room.

Ταξιδεύοντας στην Ευρώπη το 1977, ο Wall ήρθε σ’ επαφή με τα έργα που πάντα τον γοήτευαν. Επισκέφθηκε τα μεγάλα μουσεία και είδε από κοντά τ’ αριστουργήματα των Manet, Goya, Velázquez και γοητεύθηκε. Συνδέοντας την καλλιτεχνική τους ευφυία και την αξεπέραστη αισθητική, με αυτό που ο ίδιος ήθελε να δημιουργήσει αργότερα μέσω της φωτογραφίας, ξεκίνησε να στήνει τις πρώτες του «κινηματογραφικές» σκηνές. Έτσι, το έργο The destroyed room προέκυψε ως αποτέλεσμα της αναζήτησής του.

Επηρεασμένος βαθιά από τον πίνακα του Eugène Delacroix, Ο θάνατος του Σαρδανάπαλου ( 1827 ), χρησιμοποίησε την ευρηματικότητα του αλλά και τη σκηνογραφική του οξύνοια, στήνοντας από το τίποτα μια σκηνή καταστροφής και διάλυσης, που φέρει κοινά εννοιολογικά στοιχεία με το έργο του Γάλλου ζωγράφου.

Το έργο ως έγχρωμη διαφάνεια Cibachrome με διαστάσεις 152.4 x 203.2 cm τοποθετήθηκε σε lightbox διαστάσεων 169 x 258.4 x 7 cm και εκτέθηκε για πρώτη φορά τη χρονιά που δημιουργήθηκε στη γενέτειρα του Βανκούβερ. Ο Wall εισάγει με αυτόν τον τρόπο το προσωπικό  του στίγμα στο καλλιτεχνικό στερέωμα, δείχνοντας πως αυτό που κάνει δεν είναι διόλου τυχαίο. Την ίδια εποχή ομάδα Καναδών νεοεμφανιζόμενων φωτογράφων – μαζί τους και ο Wall – δημιουργούν τη λεγόμενη Σχολή του Βανκούβερ. Σε αυτήν την ομάδα μεταξύ άλλων ανήκαν οι Ian Wallace και Rodney Graham. Η λογική που διέπει τη συγκεκριμένη «σχολή» λέει πως η φωτογραφία δε γίνεται με το πάτημα ενός κουμπιού αλλά δημιουργείται εκ των υστέρων. Ο καλύτερος τρόπος για να προβληθεί είναι να μεγαλώσει σε μέγεθος, έτσι ώστε να καθηλώσει το μάτι και να δημιουργήσει την ανάγκη της οπτικής αναζήτησης. Κυρίως όμως, να οδηγήσει το κοινό σε μια περαιτέρω επεξεργασία των δεδομένων που βλέπει μπροστά του, να προβληματιστεί, να κατηγοριοποιήσει, να αναλύσει, και να προχωρήσει τελικά πέρα από το ορατό, εκφράζοντας το δικό του προσωπικό βίωμα από την εμπειρία που είχε, αντιμετωπίζοντας κατά πρόσωπο το έργο. Η ομάδα της Σχολής του Βανκούβερ και το έργο των μελών της – κυρίως όμως του Jeff Wall – επηρέασε καταλυτικά τους λεγόμενους Φωτογράφους του Ντίσελντορφ ( Candida Höfer, Axel Hütte, Thomas Struth, Andreas Gursky και Thomas Ruff ) που βρήκαν στην καλλιτεχνική φιλοσοφία του Wall τους τρόπους που αναζητούσαν για να ξεφύγουν από τη «κατάρα» της αποφασιστικής στιγμής του Bresson, που μέχρι τότε στοίχειωνε την καλλιτεχνική τους υπόσταση και κατ’ επέκταση το έργο τους.

 

Η εξέλιξη δε μπορεί να περιμένει

 

Ένα χρόνο αργότερα το 1979 ο Wall δημιουργεί και παρουσιάζει τη φωτογραφία Picture for Women, συνεχίζοντας την έρευνα του πάνω στη ζωγραφική του 19ου αιώνα, έχοντας εμπνευστεί αυτή τη φορά από τον πίνακα του Édouard Manet « Ένα μπαρ στο Folies Bergère» ( 1881 – 1882 ). Σε αυτή τη φωτογραφία ο Wall συμμετέχει στο κάδρο ο ίδιος, καθώς δείχνει να ετοιμάζεται να φωτογραφίσει τη σύζυγό του μέσα από έναν καθρέπτη. Η φωτογραφική μηχανή είναι τοποθετημένη στο μέσο του κάδρου και ο Wall ετοιμάζεται να απελευθερώσει το κλείστρο μέσω του ντεκλανσέρ. Πρόκειται για μια ακόμη έγχρωμη διαφάνεια Cibachrome μεγάλου μεγέθους  ( 142,5 x 204,5 cm ) τοποθετημένη σε ένα φωτεινό κουτί ( lightbox ). Με αυτήν την εικόνα ο Wall σχολιάζει το βλέμμα, την αλληλεπίδραση, την απεικόνιση των σχέσεων μεταξύ ανδρών και γυναικών. τη σχέση της φωτογραφίας με τη ζωγραφική, τον κινηματογράφο, το θέατρο και τελικά τον ρόλο του θεατή στη δημιουργία του νοήματος ( David Campany, 2011 ). Το συγκεκριμένο έργο κατά τον David Campany σηματοδότησε σιωπηρά τη μετάβαση της φωτογραφίας από την έντυπη σελίδα στον τοίχο της γκαλερί.

Το 1982 ο Wall σκηνοθετεί και επανεκτελεί τη σκηνή ενός περιστατικού που ο ίδιος υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας σε δρόμο του Βανκούβερ. Το Mimic – ένα από τα πιο γνωστά έργα του – εξιστορεί τη στιγμή όπου συναντιούνται τυχαία κάποιοι περαστικοί στον δρόμο. Εκεί, ένας εξ αυτών χειρονομεί «απρεπώς» σε κάποιον που περνά δίπλα του. Ο Wall – εκ των υστέρων – χρησιμοποιώντας μηχανή μεγάλου φορμά 8 x 10 δημιουργεί από την αρχή τα όσα διαδραματίστηκαν μπροστά του ως ένας απλός φωτορεπόρτερ. Ο ίδιος θα πει για το αποτέλεσμα πως είναι “near documentary” ως προς το ύφος και την προσέγγιση, χρησιμοποιώντας όμως ηθοποιούς και μοντέλα για να ενσαρκώσουν τους πρωταγωνιστές. Και αυτή η φωτογραφία τυπώθηκε σε διαφάνεια μεγάλων διαστάσεων 198 x 228,6cm και εκτέθηκε σε φωτεινό κουτί ( lightbox ).

 

Jeff Wall
Jeff Wall

 

Φωτογραφική αισθητική

 

Τα έργα του συμβαδίζουν εννοιολογικά με τα πιστεύω του, για τα οποία ο ίδιος υποστηρίζει πως έλκονται από τα ζητήματα που αφορούν τις ανθρώπινες κοινωνίες, το περιβάλλον και τη σχέση ανθρώπου και κόσμου.

Αποφεύγει πεισματικά να γίνει φωτορεπόρτερ δρόμου κι έτσι στήνει εκ νέου σκηνικό σε ο,τιδήποτε του κινεί την καλλιτεχνική του περιέργεια. Με αυτό πετυχαίνει να μη γίνεται «ανεπιθύμητος» ή «μισητός» από τους αρχικούς πρωταγωνιστές των σκηνών που μετέπειτα εικονοποιεί. Αυτό εξάλλου είναι κάτι που του υπαγόρευε πάντα και η ηθική του, ως άνθρωπος που σέβεται τις επιθυμίες και αποδέχεται τις πιθανές αρνήσεις των άλλων. Ουδέποτε θα ήθελε να φέρει σε δύσκολη θέση οποιονδήποτε.

Οι μεγάλες έγχρωμες εκτυπώσεις είναι αυτές που τον συναρπάζουν, γι’ αυτόν τον λόγο χρησιμοποιεί εξοπλισμό και υλικά δύσχρηστα. Επιστρατεύει συνεργάτες και βοηθούς που μπορούν να συμμετέχουν στις σκηνοθετημένες δράσεις του, προσλαμβάνει ηθοποιούς και μοντέλα και γίνεται σκηνοθέτης των «κινηματογραφικών» εικόνων που δημιουργεί.

Αποζητά πάντα την αίσθηση της απόλυτης αμεσότητας και της αληθοφάνειας, αφού τον ενοχλεί αφάνταστα η συνηθισμένη φωτογραφική «αλήθεια». Έτσι το έργο του απέκτησε στο πέρασμα των χρόνων μια μοναδική ποιότητα αισθητικής, η οποία χαρακτηρίζει το σύνολο των φωτογραφιών του αλλά και των γραπτών του, τα οποία είναι εξίσου σημαντικά.

 

Σήμερα και πάντα

 

Ο Jeff Wall δικαίως θεωρείται ένας από τους πλέον επιδραστικούς καλλιτέχνες των τελευταίων δεκαετιών. Το έργο του έχει επηρεάσει άλλοτε θετικά κι άλλοτε αρνητικά χιλιάδες φωτογράφους αλλά και καλλιτέχνες άλλων εικαστικών μορφών, κυρίως όσες κι όσους εκφράζονται μέσα από την εννοιολογική προσέγγιση των έργων τους.

Ο 21ος αιώνας τον έφερε αντιμέτωπο με τη ραγδαία εξέλιξη των μέσων, τον ηλεκτρονικό «πόλεμο» της πληροφορίας όπου η εικόνα διανύει χιλιάδες χιλιάδων χιλιόμετρα σε ασύλληπτα γρήγορους χρόνους, μέχρι να φτάσει στον τελικό της προορισμό. Ο εντοπισμός της λεπτομέρειας έρχεται σε αντιπαράθεση με τον γρήγορο ρυθμό που επιβάλλει η ταχύτητα του σύγχρονου τρόπου ζωής. Οι εικόνες του Jeffrey Wall αδιαμφισβήτητα θέλουν τον χρόνο τους. Κάθε έργο του είναι μια διαφορετική ιστορία, μια σκηνή που έγινε κάπου κάποτε και επανασυστάθηκε με κινηματογραφικό τρόπο, έτσι ώστε να πάρει τη θέση της σε κάποιον τοίχο γκαλερί ή μουσείου.

Το ταλέντο του αδιαμφισβήτητα μεγάλο, και η ικανότητά του ν’ αποτυπώνει μια σκηνή δημιουργώντας τη δική του αποφασιστική στιγμή είναι αναγνωρίσιμη σε πολύ μεγάλο βαθμό.

Και παρότι το φωτογραφικό του ύφος είναι γνωστό συνηθίζει να λέει πως οι φωτογραφίες του: Είναι τόσο κοντά στον Robert Frank ή τον Paul Strand όσο και στη ζωγραφική ή τον κινηματογράφο. Ίσως γιατί ως αναμορφωτής της εννοιολογικής φωτογραφίας δεν κατάλαβε ποτέ μέχρι και σήμερα, τι ήταν αυτό που τον έκανε να επιλέξει τη φωτογραφία ως μέσο έκφρασης, αφήνοντας πίσω του την ενασχόληση με τη ζωγραφική και ο,τιδήποτε άλλο δημιουργικό έκανε μέχρι τα τριάντα.

Κάθε μεγάλη διαφάνεια – έγχρωμη ή ασπρόμαυρη – κάθε εικόνα που παράγει, δημιουργεί τον δικό της κόσμο. Μέχρι και σήμερα παραμένει εξόχως παραγωγικός, με τα έργα του ν’ αφήνουν πάντα τη δυνατότητα στο κοινό να μπορεί να ερμηνεύει αυτό που βλέπει, με τρόπο καθαρά υποκειμενικό και εξατομικευμένο, ενθαρρύνοντας τους θεατές να γίνουν οι ίδιοι μέτοχοι μιας αλήθειας που ο φωτογραφικός φακός του Wall δεν κατέγραψε ποτέ._

Ζώης Σπ. Κουτρούλης

 

 

|EN|

 

Jeff Wall. A million ways to make a photo.

 

For over five decades Jeff Wall’s photographic work has constantly reshaped the way the average viewer thinks about, sees and ultimately perceives the images placed before them. The techniques he chooses to create a new visual perception in the audience draw their momentum from the early days of cinema, but also before that. As a genuine iconoclast, he redefines the concepts of direction and chance, incorporating as many “traditional” elements as possible into his works, looking back at the avant-garde Art of other times. He cannot but be a part of the same world lived by the great mystics of the Renaissance and all subsequent periods, who left behind works worthy of mention by all. This relationship – which forever binds the creator to the work – is the driving force for Wall, and through it he uses any means to get the end result he seeks. Among them is photography as a component and not as a generative cause, since he does not photograph to “imprison” the image but lets it pass. He returns to it to rebuild it, to reconstruct it, having spent time on the production of the final frame, where he will close the story he is interested in telling.

He names his work as “cinematography”, in an attempt to verbally integrate the means that give materiality to his work. He is crushed by the thought of chasing the subject, so he makes it himself, based on the idea he has already identified as a “scene” somewhere, once in front of him.

 

Making the first stories

 

His first artistic samples came in the late 1970s and more specifically in 1978 with the project The destroyed room.

While traveling in Europe in 1977, Wall came into contact with the works that had always fascinated him. He visited the big museums and saw the masterpieces of Manet, Goya, Velázquez up close and was fascinated. Connecting their artistic intelligence and unsurpassed aesthetics, with what he himself wanted to create later through photography, he began to set up his first “cinematic” scenes. Thus, the project The destroyed room arose as a result of his search.

Deeply influenced by Eugène Delacroix’s painting, The Death of Sardanapalus (1827), he used his ingenuity as well as his scenographic acumen, setting up from nothing a scene of destruction and dissolution, which shares conceptual elements with the work of the French painter.

The work as a Cibachrome color slide measuring 152.4 x 203.2 cm was mounted in a lightbox measuring 169 x 258.4 x 7 cm and was first exhibited the year it was created in his hometown of Vancouver. In this way, Wall introduces his personal stamp on the artistic firmament, showing that what he does is not random at all. At the same time, a group of emerging Canadian photographers – including Wall – created the so-called Vancouver School. This group included Ian Wallace and Rodney Graham among others. The logic that governs this “school” says that photography is not done with the push of a button but is created afterwards. The best way to display it is to increase in size so that it catches the eye and creates the need for visual search. Mainly, however, to lead the audience to a further processing of the data they see in front of them, to think about, categorize, analyze, and finally move beyond the visible, expressing their own personal experience from the experience they had, confronting person the work. The Vancouver School group and the work of its members – but mainly Jeff Wall – had a catalytic effect on the so-called Dusseldorf Photographers (Candida Höfer, Axel Hütte, Thomas Struth, Andreas Gursky and Thomas Ruff) who found in Wall’s artistic philosophy their ways they were looking for to escape the “curse” of Bresson’s decisive moment, which until then haunted their artistic existence and, by extension, their work.

 

Evolution cannot wait

 

A year later in 1979 Wall creates and presents the photograph Picture for Women, continuing his research on 19th century painting, this time inspired by Édouard Manet’s painting “A bar at the Folies Bergère” (1881 – 1882). . In this photo, Wall joins the frame himself, as he appears to be preparing to photograph his wife through a mirror. The camera is positioned mid-frame and Wall prepares to release the shutter via the shutter release. This is another Cibachrome color slide of large size (142.5 x 204.5 cm) placed in a lightbox. With this image, Wall comments on the gaze, the interaction, the depiction of relationships between men and women. the relationship of photography with painting, cinema, theater and finally the role of the viewer in the creation of meaning (David Campany, 2011). This particular work according to David Campany implicitly marked the transition of photography from the printed page to the gallery wall.

In 1982 Wall directs and re-enacts the scene of an incident he himself witnessed on a Vancouver street. Mimic – one of his best-known works – tells the story of the moment when some passers-by meet by chance on the street. There, one of them gestures “indecently” to someone passing by. Wall – in hindsight – using a large format 8 x 10 camera creates from scratch what unfolded in front of him as a simple photojournalist. He himself will say about the result that it is “near documentary” in terms of style and approach, but using actors and models to embody the protagonists. And this photo was printed on a large 198 x 228.6cm transparency and exposed in a lightbox.

 

Photographic aesthetics

 

His works are conceptually in line with his beliefs, which he claims are drawn to issues concerning human societies, the environment and the relationship between man and the world.

He stubbornly avoids becoming a street photojournalist, so he recreates the scene in anything that moves his artistic curiosity. With this he succeeds in not becoming “unwanted” or “hated” by the original protagonists of the scenes he later illustrates. This, moreover, is something that his ethics have always dictated to him, as a person who respects the wishes and accepts the possible refusals of others. He would never want to embarrass anyone.

Large color prints are what fascinate him, for this reason he uses equipment and materials that are difficult to use. He recruits collaborators and assistants who can participate in his directed actions, hires actors and models and becomes the director of the “cinematic” images he creates.

He always seeks the feeling of absolute immediacy and verisimilitude, since he is unimaginably disturbed by the usual photographic “truth”. Thus his work acquired over the years a unique aesthetic quality, which characterizes all of his photographs as well as his writings, which are equally important.

 

Today and always

 

Jeff Wall is rightly considered one of the most influential artists of recent decades. His work has sometimes positively and sometimes negatively influenced thousands of photographers as well as artists of other visual forms, especially those who express themselves through the conceptual approach of their works.

The 21st century brought him face to face with the rapid development of the media, the electronic “war” of information where the image travels thousands of kilometers in unimaginably fast times, until it reaches its final destination. Locating detail is at odds with the fast pace imposed by the speed of modern life. Jeffrey Wall’s images undeniably need their time. Each of his works is a different story, a scene that took place somewhere once and has been re-created in a cinematic way, so that it takes its place on some gallery or museum wall.

His talent is undeniably great, and his ability to capture a scene by creating his own defining moment is highly recognizable.

And although his photographic style is well known, he is used to saying that his photographs: They are as close to Robert Frank or Paul Strand as they are to painting or cinema. Perhaps because, as a reformer of conceptual photography, he never understood until today, what made him choose photography as a means of expression, leaving behind the occupation of painting and anything else creative he did until his thirties.

Each large slide – color or black and white – each image it produces, creates its own world. To this day he remains extremely prolific, with his works always leaving the possibility for the public to interpret what they see, in a purely subjective and personalized way, encouraging viewers to become the same sharers of a truth that Wall’s photographic lens never registered._

Zois Sp. Koutroulis