Ατομική έκθεση ζωγραφικής του Παναγιώτη Γκρίτζου στον χώρο Τέχνης ArteVisione.
Κρητικού
ενδοχώρες μιας μετέωρης διαδρομής
που είναι παράξενο: εάν φτάσει κάποια στιγμή όπου αναζητάς με το βλέμμα να
βρεις τι απέγινε ο θησαυρός σου, για να διαπιστώσεις ότι απλά χάθηκε, ενώ
πίστευες ότι εργαζόσουν μόνο και μόνο για να του δώσεις μια πραγματική
υπόσταση, και ότι μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα έχει πάρει τη θέση
του, μάθε ότι πλησιάζεις τον σκοπό σου.
Γιατί ενώ πίστευες ότι ζωγραφίζεις ένα τοπίο, έχεις μάλλον κατορθώσει να
ζωγραφίσεις έναν αληθινό πίνακα.
Alix,
paysages” *,
Παρουσιάζοντας στη δεύτερη ατομική του έκθεση την ενότητα “
προσωπικά αφαιρετικά τοπία που υπαινίσσονται τον αναπόφευκτο εγκλεισμό της
ανθρώπινης ύπαρξης και ταυτόχρονα, τη δυνατότητα διαφυγής μέσω του ψυχικού
σθένους της.
Τόποι συναρμολογημένοι από χάος και τάξη και εμποτισμένοι με χρώμα και νερό,
τόποι δροσεροί και ταυτόχρονα φλεγόμενοι, τόποι απομόνωσης και καταφυγής, τόποι
αναζήτησης μιας ανακουφιστικής εισόδου σε μια διάσταση διαφορετική και
ενδιάμεση, συνθέτουν την εξομολογητική ετούτη ενδοσκοπική γεωγραφία του
Γκρίτζου που, απαλλαγμένη από τις προσδιοριστικές συντεταγμένες της, αναπλάθει
ουρανούς και ορίζοντες, ποταμούς και λίμνες, πυκνά δάση και γαλήνια ξέφωτα με
την αλάνθαστη ενσυναίσθηση και την πρωτογενή δυναμική μιας μεγάλης ζωγραφικής.
Επιλέγοντας επιφάνειες μεγάλων κυρίως διαστάσεων σε καμβά ή χαρτί του οποίου οι
ποιότητες, οι ιδιότητες και οι αντοχές συνεχώς δοκιμάζονται , χορογραφώντας με
ολόκληρο το σώμα του στη συνέχεια το ίχνος και το άχθος των κρυφών κοιλάδων και
των αθέατων λόφων τους, ο Γκρίτζος αρθρώνει μια αυτογνωσιακή ζωγραφική
περιπέτεια, κατά τη διάρκεια της οποίας αιφνίδια «συμβάντα» και συντεταγμένα «ατυχήματα»
από νερό και χρώμα τοποθετημένο με σύριγγες και ψεκαστήρες, οδηγούν σε
νεοσύστατα πεδία, κάμπους και φόρμες που ορίζουν τους ανεξερεύνητους αυτούς
χάρτες της ψυχής και του βλέμματος.
Δοκιμάζοντας σταδιακά το γκουάς ή το λάδι πέρα από τη γνώριμή του συνθήκη της
αυτοτέλειας από μελάνι και χαρτί και επιστρατεύοντας κινήσεις και τριβές του
πινέλου και νέες υφές που προκύπτουν από την
εναλλαγή διαφάνειας και χρωματικής διαστρωμάτωσης, επιλέγοντας άλλοτε το
οξυδερκές στιλιζάρισμα και άλλοτε την απόλυτη ελευθερία, αφήνοντας το νερό να
κυλίσει επάνω στην επιφάνεια και προσμένοντας την αλχημική σχεδόν διαδικασία
του στεγνώματος που αποκαλύπτει μια άγνωστη και διαφορετική κάθε φορά χώρα,
κατασκευασμένη από διαφορετικά συμπιλήματα, απολαμβάνοντας εξίσου τον
κερδισμένο προορισμό αλλά και το αυτογνωσιακό εκείνο ποσοστό αποτυχίας που
προκύπτει αναπόφευκτα στα έργα μεγάλης κλίμακας, ο νέος ζωγράφος προτείνει
ιδιόχειρα χειρονομιακά αφηγήματα που χωρίς να το επιδιώκουν, συντάσσουν και
δομούν νέους κόσμους.
Οι τίτλοι των έργων, αποκαλύπτοντας εαυτόν κατά τη ζωγραφική διαδικασία και
προτείνοντας ένα μικρό αλλά καίριο πρόσθετο εργαλείο αφήγησης, συντελούν κι
εκείνοι με τη σειρά τους ως «οιωνοί» στη δημιουργία αυτού του καλά φυλασσόμενου
νοητού κάμπου όπου η ψυχεδέλεια και η ελλοχεύουσα απειλή συνομιλούν με την
ανυποψίαστη αθωότητα.
Τα έργα του Παναγιώτη Γκρίτζου, έργα πέρα από την ασφάλεια του γνώριμου και
χωρίς εποχή, πλασμένα με φυσικό φως και ψυχικές επιλογές χρωμάτων, διατρεχόμενα
από την παλλόμενη οπτική μνήμη και εννοιολογική σήμανση του μελανιού με τα
ρόδινα και τα κυανά ρυάκια της γραφής, της αιματοφόρου φλέβας και της ίδια της
ύπαρξης, έργα ευεργετημένα από την επιδαπέδια χορογραφία και την απώλεια του
ελέγχου, υπαινισσόμενα τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στο ονειρικό και το εφιαλτικό
των δυνατοτήτων και των αδιεξόδων της ύπαρξής μας, δεν ορίζουν τίποτε
περισσότερο και τίποτε λιγότερο από την ζωοποιό δύναμη της καθαρής ζωγραφικής.
Και είναι αυτό το τελευταίο εντέλει, που προτείνεται ως τρόπος ανάγνωσης και
εισπνοής της εικόνας, ως άτυπο φύλλο πορείας στο βλέμμα του θεατή.
Φεβρουάριος 2020