“La verita e sempre un’ altra” του Κώστα Βαρώτσου.
Διάρκεια έκθεσης: 6 Μαΐου – 7 Σεπτεμβρίου 2025 | Χώρος: Βιβλιοθήκη της ΕΣΗΕΑ «Δημήτρης Ι. Πουρνάρας»

Εικαστική παρέμβαση μέσα σε βιβλίο
Γράφει η Έλενα Ντάκουλα
La verita e sempre un’ altra
Τα διακοσμητικά αντικείμενα ή τα έργα τέχνης φτιαγμένα από γυαλί και κρύσταλλο ασκούν πάνω μου μια ξεχωριστή γοητεία. Η καθαρότητα, η διαύγεια, η ευθραυστότητα αλλά και η αιχμηρότητα του υλικού, καθώς και τα παιχνίδια του με το φως, τα κάνουν να ξεχωρίζουν στα μάτια μου και να έχουν μια ιδιαίτερη θέση στην καρδιά μου.
Ήταν σχεδόν αναμενόμενο πως μόλις αντίκρισα τον Δρομέα, όταν τοποθετήθηκε απέναντι από το ξενοδοχείο Hilton, τον λάτρεψα αμέσως. Θυμάμαι τις έντονες αντιδράσεις που είχε προκαλέσει τότε – όχι τόσο από τον απλό κόσμο, αλλά από τον κόσμο της τέχνης, που δεν ήταν συνηθισμένος να αντιμετωπίζει και να αποκωδικοποιεί κάτι τόσο πρωτογενές και εκτός προκαθορισμένων πλαισίων.
Ήταν λοιπόν πραγματικά μεγάλη χαρά και τύχη για μένα που πριν λίγες μέρες γνώρισα από κοντά τον δημιουργό του, τον Κώστα Βαρώτσο, έναν σπάνιο άνθρωπο και εξαιρετικό καλλιτέχνη. Είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω την ξενάγηση που έκανε στην έκθεσή του στη βιβλιοθήκη της ΕΣΗΕΑ και να τον ακούσω να μιλά για την τέχνη, τους προβληματισμούς του, την πορεία και την εξέλιξή του μέσα σε αυτήν.
Ο Κώστας Βαρώτσος είναι από εκείνους τους καλλιτέχνες που δεν φτιάχνουν απλώς έργα, αλλά στήνουν διαλόγους με τον χώρο και τον χρόνο. Θεωρεί δε τον εαυτό του, όπως ομολογεί, από τους τυχερούς καλλιτέχνες που απέκτησαν μία συγκλονιστική σχέση με το πλατύ κοινό. Με σταματούν στον δρόμο και μου λένε πράγματα.
Γεννημένος στην Αθήνα το 1955, έφυγε νέος για τη Ρώμη, εκεί όπου η τέχνη και η Ιστορία είναι παντού παρούσες. Σπούδασε στην Accademia di Belle Arti και στην Αρχιτεκτονική της Πεσκάρα, μα το σημαντικότερο που αποκόμισε ήταν το βλέμμα που διαβάζει τον χώρο σαν κείμενο και τον χρόνο σαν ανάσα.
Το γυαλί έγινε το υλικό – σύμβολο της δουλειάς του. Διαφανές, εύθραυστο αλλά ισχυρό, ικανό να αιχμαλωτίσει το φως και να αποκαλύψει το κενό. Στα χέρια του Βαρώτσου μεταμορφώνεται σε γλυπτά που δεν επιβάλλονται, αλλά φωτίζουν τον χώρο και του δίνουν φωνή. Από τον εμβληματικό Δρομέα της Αθήνας μέχρι έργα σε Λευκωσία, Αίγυπτο, Ρώμη και Γενεύη, σε κάθε τόπο επιδίωξή του είναι να αφουγκραστεί την ενέργεια του χώρου και να της δώσει μορφή.
Η τέχνη του είναι και ένα σχόλιο για την εποχή μας. Πιστεύει ότι η βιομηχανική επανάσταση συρρίκνωσε τον χώρο για χάρη του χρόνου, τον κωδικοποίησε και τον υπέταξε. Απέναντι σε αυτή τη λογική, τα έργα του είναι σχήματα που αναπνέουν και αφήνουν τον αέρα να περάσει. Είναι μια ανοιχτή πρόσκληση σε διάλογο – όχι μια επιβολή. Γι’ αυτό και δεν φωνάζουν, αλλά ψιθυρίζουν. Για χρόνια δίδαξε στη Σχολή Καλών Τεχνών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, μεταδίδοντας στους μαθητές του την ιδέα ότι η τέχνη δεν είναι κατάκτηση αλλά συνάντηση.
Η Έκθεση στη Βιβλιοθήκη της ΕΣΗΕΑ
Στον ιστορικό χώρο της βιβλιοθήκης της ΕΣΗΕΑ «Δημήτρης Ι. Πουρνάρας», στη Βιβλιοθήκη των Πέντε Αιώνων – όπως την ονόμασε ο Παναγιώτης Πατρίκιος, μια και εκεί φυλάσσονται βιβλία από τις απαρχές της τυπογραφίας – ο Βαρώτσος σχεδίασε μια έκθεση διακριτική, αλλά πυκνή σε νοήματα.. Από την πρώτη στιγμή που του έγινε η πρόταση, σκέφτηκε το έργο «Η αλήθεια είναι πάντα κάποια άλλη», ένα παλιό έργο από την εποχή της Ιταλίας, σαν νοητικό σημείο εκκίνησης. Παρότι εκείνη την περίοδο ήταν εξαντλημένος – μόλις είχε ολοκληρώσει ένα μεγάλο έργο στο Επιτελείο – η διαδικασία της έκθεσης λειτούργησε σαν ανάσα. Ο ίδιος ο χώρος, γεμάτος βιβλία και ιστορία, του φάνηκε φιλόξενος, γεμάτος θετική ενέργεια.
Η επιλογή των έργων έγινε με σκοπό να συνδεθούν με τον τόπο και με το κοινό του: τους δημοσιογράφους. Για τον καλλιτέχνη, δημοσιογραφία και τέχνη έχουν κοινή μοίρα – και οι δύο παλεύουν να συλλάβουν την ουσία της στιγμής, να κατανοήσουν τον παρόντα χρόνο που συνδέει παρελθόν και μέλλον.


Ένα από τα έργα της έκθεσης – ένα πουλί με ανοικτά φτερά – “Τhe Hope” – λειτουργεί ως πρόπλασμα για μια μελλοντική, μεγάλη σύνθεση που προορίζεται για τον ελληνικό χώρο μνήμης στο μουσείο του Άουσβιτς. Πρόκειται για ένα σχέδιο που θέλει να τιμήσει τα θύματα μέσα από μια σύνθεση που αναδύεται από το δάπεδο, εισάγοντας ένα στοιχείο φωτός και ελπίδας – ένα φτερούγισμα μεταφυσικής αισιοδοξίας.
Άλλο έργο της έκθεσης, “The Dialogue”, αναφέρεται στην αιχμηρότητα του «εγώ». Ο Βαρώτσος, έχοντας δουλέψει με μεγάλες ομάδες, ξέρει πως η προσωπική φιλοδοξία και η εξουσία διογκώνουν το εγώ, οδηγώντας σε συγκρούσεις και ύβρη. Το έργο είναι σχόλιο πάνω σε αυτή την αόρατη αλλά ισχυρή δυναμική.
Ξεχωριστή θέση κατέχει η Μαύρη Αφροδίτη – “The Black Venues“, το πρώτο του έργο στην Ελλάδα (1982), που συνδέθηκε με την έκθεση στην γκαλερί ΔΕΣΜΟΣ. Η μορφή της καμένης ελιάς αποδίδει τη σχέση του ανθρώπου με τον χώρο και τον χρόνο – ένα δέντρο που παίρνει σχήμα από τον άνεμο και το ανθρώπινο χέρι. Ο καλλιτέχνης επιδίωκε τότε να δώσει έμφαση στον χώρο αντί του χρόνου, αντιστεκόμενος στη βιομηχανική λογική που ταυτίζει τα πάντα με ρυθμούς και κωδικούς. Το συγκεκριμένο έργο ανήκει στην προσωπική του συλλογή στην οποία κατέληξε, αφού πρώτα είχε αλλάξει πολλά χέρια συλλεκτών.
Η πορεία του προς το γυαλί ήταν ακριβώς αυτή η ανάγκη: να αποδώσει τον άυλο αέρα και το φως ως υλικά, να δημιουργήσει έργα που δεν κλείνουν τον χώρο αλλά τον ανοίγουν. Ένα παράδειγμα αυτής της ώριμης φάσης είναι το μεγάλο γυάλινο έργο μπροστά στο Δημαρχείο της Λευκωσίας.
Στην έκθεση της ΕΣΗΕΑ συναντά κανείς και την εγκατάσταση «Blows», ένα έργο της δεκαετίας του ’70, όπου ο Βαρώτσος χρησιμοποίησε πολυεστέρα για να «αιχμαλωτίσει» τον άνεμο. Πρόκειται για μια απόπειρα να δώσει μορφή στην αόρατη ενέργεια του χώρου, όχι μόνο τη φυσική που κινεί τα πράγματα, αλλά και την πνευματική που πλάθει ιδέες και σχήματα, αποκαλύπτοντας τη δύναμη που κρύβεται μέσα στο ίδιο το κενό.
Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η παρέμβασή του στα βιβλία. Ο Βαρώτσος τοποθέτησε γυαλί μέσα τους για να υπογραμμίσει την αιχμηρότητα της γνώσης: τα βιβλία μπορούν να φωτίσουν, αλλά και να κρύψουν τη θέα· μπορούν να οδηγήσουν τον αναγνώστη σωστά, αλλά και να τον πληγώσουν ή να τον παραπλανήσουν. Για τον ίδιο, έχουν μεγάλη σημασία, αλλά χρειάζονται επίγνωση και μέτρο.
Η έκθεση είναι τελικά μια πρόταση διαλόγου. Δεν επιδιώκει να επιβληθεί στον χώρο της βιβλιοθήκης, αλλά να ενωθεί μαζί του. Είναι μια σιωπηλή συζήτηση για τον χρόνο και τη μνήμη, για το φως και το σκοτάδι, για την αλήθεια που είναι πάντα «κάποια άλλη» – και που για να τη βρεις, πρέπει πρώτα να σταθείς και να κοιτάξεις.
Η Έλενα Ντάκουλα σπούδασε Διαφήμιση και Δημόσιες Σχέσεις και εργάστηκε στο τμήμα Δημοσίων Σχέσεων της “AVINOIL S.A.” του Ομίλου Βαρδινογιάννη και της ημερήσιας εφημερίδας «Μεσημβρινή» του ιδίου Ομίλου καθώς και στο τμήμα Διεθνών Συναλλαγών της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας, στο υποκατάστημα της Βοστώνης.
Σταμάτησε να εργάζεται όταν γεννήθηκε το πρώτο της παιδί και επέστρεψαν στην Ελλάδα. Όταν ο χρόνος της το επέτρεψε έμαθε ισπανικά, κληρώθηκε στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο και ολοκλήρωσε επιτυχώς το πρόγραμμα «Ισπανική Γλώσσα και Πολιτισμός».
Πιστεύοντας στη δια βίου μάθηση παρακολούθησε κύκλους σεμιναρίων για φιλοσοφία, τέχνη και πολιτισμό, τα οποία εκπονήθηκαν από την «Ακαδημία Πλάτωνα» και τον «Κωστή Παλαμά», υπό την αιγίδα του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Λάτρης της Αθήνας, δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον σε ό,τι αφορά τα πολιτιστικά δρώμενα της πόλης με ενεργό συμμετοχή και εθελοντική εργασία σε αντίστοιχες ομάδες, συλλόγους και σωματεία.
Εκτός από τα ταξίδια και τη Σίφνο αγαπάει πολύ τα ζώα έχοντας ιδιαίτερη αδυναμία στις 7 οικόσιτες γάτες της.
Αρθρογραφεί στην https://www.athensvoice.gr και στο διαδίκτυο. Είναι παντρεμένη και έχει δύο κόρες.