Ο Άλμπρεχτ Ντύρερ (Albrecht Dürer) γεννήθηκε στις 21 Μαΐου του 1471 στη Νυρεμβέργη. Ιδιαίτερα ικανός χαράκτης και ζωγράφος άφησε έντονο το στίγμα του στην Αναγεννησιακή Τέχνη της Βόρειας Ευρώπης και δικαίως θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους και πλέον προικισμένους με ταλέντο καλλιτέχνες της εποχής του αλλά και διαχρονικά. Πλήθος έργων του κοσμούν τις αίθουσες δεκάδων μεγάλων Μουσείων ανά την υφήλιο και βεβαίως αποτελούν πόλο έλξης όχι μόνο για τους φιλότεχνους αλλά και αντικείμενο έρευνας και μελέτης για τους σχετικούς με την ιστορία της Τέχνης και τις εφαρμογές της.

Το έργο του Αδάμ και Εύα (Adam and Eve (The Fall of Man) 1504)) είναι αντιπροσωπευτικό της καλλιτεχνικής του δεινότητας, της άρτιας τεχνικής κατάρτισης που διέθετε αλλά και του αξεπέραστου ταλέντου του. Πρόκειται για ένα σχετικά μικρό σε διαστάσεις έργο, μόλις 24,8 × 19,2 εκατοστά. Χάραξη σε χαλκό, απεικονίζει ένα θέμα το οποίο φαίνεται πως απασχόλησε ιδιαίτερα τον Ντύρερ καθ’ όλη τη διάρκεια της καλλιτεχνικής του πορείας. Επηρεασμένος βαθύτατα από τη θρησκεία και τη Θεολογία, ταξιδεύοντας δύο φορές στην Αναγεννησιακή Βόρεια Ιταλία, ήρθε σε επαφή με την εκεί εικαστική πραγματικότητα και αυτό ήταν κάτι που τον ώθησε σε περαιτέρω έρευνα και μελέτη της ανθρώπινης φιγούρας.

Έχοντας ως μοντέλο τελειότητας τους δύο πρωτόπλαστους φιλοτέχνησε αρχικά το συγκεκριμένο έργο ενώ συνέχισε με δύο ζωγραφικούς πίνακες του ιδίου θέματος το 1507, τα οποία κατά τον E. Panofsky αποτελούν «πρότυπα της ανθρώπινης ομορφιάς». Ο Ντύρερ είναι ξεκάθαρο πως θεωρεί τις δύο αυτές μορφές αρχετυπικές οι οποίες αποδίδουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο όχι μόνο το ανθρώπινο σώμα αλλά και την ένταξη τους στον κτιστό όμως εν τέλει καταδικασμένο στους νόμους της φθοράς κόσμο. Η ζωή των πρωτοπλάστων μέσα απ’ την τελειότητα της Θεϊκής δημιουργίας, της αγαθότητας, της πραότητας και της αναμαρτησίας διασχίζει το τούνελ της πτώσης και περνά στην πλάση της δυσχέρειας, του πόνου και του θανάτου.

Το συγκεκριμένο έργο αποδίδει ακριβώς αυτό: Ένα γεγονός, μία κατάσταση ανύπαρκτη για τους δύο εικονιζόμενους αλλά και την υπόλοιπη φύση  – μέχρι εκείνη τη στιγμή – που όμως φαίνεται πως καραδοκεί να γίνει μια νέα πραγματικότητα, κατακρημνίζοντας την  ηρεμία και την πραότητα, την αθανασία που έλαβαν για πάντα από τον Δημιουργό. Είναι καταφανές πως ο Ντύρερ γνωρίζει πολύ καλά το θεωρητικό πλαίσιο της  εν λόγω ιστορίας και πάνω σε αυτό το δεδομένο δουλεύει τον χαλκό. Βαθιές χαρακιές και εν συνεχεία δυνατά σκούρα τυπώματα στις λεπτομέρειες του έργου δίνουν την αίσθηση τους βάθους και του όγκου, «βγάζοντας» πολύ μπροστά τα δυο γυμνά καλοσμιλεμένα σώματα των πρωτοπλάστων. Ουδεμία ένδειξη θα μπορούσαμε να έχουμε έως τότε για την ακριβή μορφή τους. Παρόλα αυτά ο Γερμανός χαράκτης-ζωγράφος τα τοποθετεί σε πρώτο πλάνο δημιουργώντας κάθετους άξονες στήριξης του έργου, παράλληλους προς το δέντρο της γνώσης του Κήπου της Εδέμ. Η Εύα λαμβάνει το μήλο που της προσφέρεται με δόλο και είναι η σειρά της να το δώσει στον Αδάμ που απλώνει το χέρι του. Τα σώματα καλοφωτισμένα σε όλη τους την έκταση, ενώ το πίσω μέρος «βυθίζεται» στη σκίαση, στην άβυσσο που προφανώς έρχεται ως συνέπεια των πράξεων και των επιλογών.

Ο Αναγεννησιακός χαρακτήρας του έργου είναι εμφανέστατος, ωστόσο στοιχεία που παραπέμπουν έντονα στα γλυπτά των Ελληνιστικών χρόνων το κάνουν ακόμα πιο ενδιαφέρον, δίνοντας επιπλέον κίνητρα στον επιστημονικό κλάδο της Τέχνης για ερευνητικό έργο. Ο Ντύρερ είχε εντρυφήσει – όπως άλλωστε και οι Ιταλοί Ντα Βίντσι και Ραφαήλ – στα θέματα ανατομικής και ανθρώπινης μηχανικής έχοντας πολύ καλές γνώσεις μαθηματικών και γεωμετρίας. Έχοντας μελετήσει τα συγγράμματα του Βιτρούβιου (Vitruvius) κατά την παραμονή του στην Ιταλία – όντας, επηρεασμένος προφανώς και απ’ τους μεγάλους Ιταλούς εκείνης της λαμπρής για την Τέχνη εποχής –  ενέταξε στο έργο του βασικές θεωρίες τις οποίες έκανε άμεσα πράξη, εικονογραφώντας τον άνθρωπο λεπτομερέστατα, την κίνηση του με εξαιρετική ακρίβεια, σε σημείο υπερβολής. Στο χαρακτικό Αδάμ και Εύα αυτή του η «εμμονή» απογειώνει την εικόνα. Οι πρωταγωνιστές της σκηνής έχοντας τα βλέμματά τους στραμμένα ο ένας στον άλλον δείχνουν να «ποζάρουν» προς τον καλλιτέχνη, με μια ζωντάνια κινηματογραφική. Τα άκρα τους είναι αυτά που ο Ντύρερ έδωσε πιθανότατα τη μεγαλύτερη βαρύτητα, μετά τις κλίσεις και τις τοποθετήσεις των δύο κυρίως σωμάτων. Τα πόδια με τους άξονες στήριξης του κέντρου βάρους θυμίζουν Ελληνικά αγάλματα και τα απλωμένα χέρια «στέκονται» ακριβώς πάνω στους νοητούς άξονες που κατέγραψε ο Ντα Βίντσι στον Κανόνα των Αναλογιών τον επονομαζόμενο Άνθρωπο του Βιτρούβιου.

Παραμένοντας άξιος κληρονόμος των μεγάλων καλλιτεχνών της γοτθικής παράδοσης ο Ντύρερ εφορμά σε ο,τιδήποτε έχει σχέση με τη φύση και το αποτυπώνει με εξαιρετικά απεικονιστικό τρόπο. Και σε αυτό το έργο – όπως και σε πολλά άλλα του ίδιου – οι εικονογραφικές μορφές των ζώων είναι μοναδικές. Ξεφεύγοντας – όπως και στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών – απ’ τα στενά δομημένα όρια της Αναγέννησης του Νότου ο Ντύρερ ετοιμάζει τον Βορρά για να υποδεχτεί τη δική του Αναγέννηση. Το καταφέρνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Δε φοβάται να πειραματιστεί και να διαδώσει το δικό του μήνυμα για το τι είναι πραγματικά η Τέχνη και πως «καλλωπίζει» τον άνθρωπο. Είναι περήφανος για το έργο του και πολύ περισσότερο γι’ αυτό το συγκεκριμένο, το οποίο διάλεξε να υπογράψει με έναν διαφορετικό τρόπο απ’ τα υπόλοιπα, πολύ πιο εμφανή και ηχηρό. Σε περίοπτη θέση, στο ύψος του κεφαλιού του Αδάμ, φαίνεται ευκρινώς γραμμένο ολόκληρο τ’ όνομά του ( στα Λατινικά ) πάνω σε ένα είδος «ταμπέλας» η οποία κρέμεται από το κλαδί που κρατάει στο δεξί του χέρι ο πρωτόπλαστος, καθώς και η ημερομηνία που το φιλοτέχνησε, σα να δηλώνει πως: Η Γερμανική Αναγέννηση βρήκε τον καλύτερο εκφραστή της στο πρόσωπο του Albrecht Dürer!

Το έργο φαντάζει στο πέρασμα των αιώνων πραγματικά αξεπέραστο, διατηρώντας αναλλοίωτα τα στοιχεία που δικαίως το κατέταξαν σ’ ένα απ’ τα σημαντικότερα της Αναγεννησιακής περιόδου. Η αισθητική που διέπει το έργο του Ντύρερ, η ζωγραφική του δεινότητα, η καθαρότητα, η αντοχή στον χρόνο, τα θέματα που τον απασχόλησαν και τελικά τον κινητοποίησαν δημιουργικά, μας κάνουν να αισθανόμαστε δέος όταν αντικρύζουμε έργα σαν το συγκεκριμένο. Πρότυπο μιας περιόδου που ο καλλιτέχνης εξυμνεί τον άνθρωπο και τα έργα του, καταγράφοντας αφηγήματα του παρελθόντος αλλά και σύγχρονα ποιήματα της καθημερινής του ζωής.

Ένα από τα αντίγραφα του εξαιρετικού αυτού έργου βρίσκεται στο Metropolitan Museum of Art (MET) της Νέας Υόρκης.

Ζώης Σπ. Κουτρούλης για το https://itsonlyarts.com